-
1 χαλαζο-βόλος
χαλαζο-βόλος, mit Hagel werfend, hagelnd, νέφη Plut. an vit. suff. 5; – χαλαζόβολος, von Hagel getroffen, behagelt (?).
-
2 χαλαζοβόλος
χαλαζο-βόλος, mit Hagel werfend, hagelnd
См. также в других словарях:
χιονοβόλος — α, ο / χιονοβόλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει νεοελλ. φρ. «χιονοβόλος ημέρα» ημέρα κατά την οποία χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος, χαλαζο βόλος] … Dictionary of Greek