-
1 ξυστο-βόλος
ξυστο-βόλος, speerwerfend, Bacchus, Hymn. Bach. (IX, 524, 15).
-
2 ξυστοβόλος
ξυστο-βόλος, speerwerfend, Bacchus
См. также в других словарях:
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek