-
1 δίχαλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίχαλος
-
2 δίχηλος
δῐχηλ-ος, ον,A cloven-hoofed, Hdt.2.71;δ. ἔμβασις E.Ba. 740
:—freq. in [dialect] Dor. form [full] δίχᾱλος, Arist.PA 663a31, al.II with two pincers, prongs, or claws,πυραγρέτης AP6.92
(Phil.); πάγουρος ib. 196 (Stat. Flacc.), cf. Hero Bel.76.10; δίχιλα (sic) (i A. D.);εἰς δίχηλον διεσχισμένος Hero Spir.1.28
.III Subst., δίχηλα ὕεια pigs' trotters, Luc. Lex.6; cf. διχάλα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίχηλος
См. также в других словарях:
δίχαλος — η, ο (AM δίχαλος, ον) βλ. δίχηλος … Dictionary of Greek
δίχηλος — και δίχαλος, η, ο (AM δίχηλος, ον και δίχαλος, ον) 1. (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την οπλή χωρισμένη στα δύο 2. διχαλωτός νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίχηλα τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά (πρόβατο, γίδα κ.λπ.) των οποίων τα δύο… … Dictionary of Greek
διχαλοδικράνιν — διχαλοδικράνιν, το (Μ) δικράνι, τσουγκράνα με διχαλωτή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίχαλος + δικράνι] … Dictionary of Greek