Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δίπλα

  • 101 рядом

    επιρ. δίπλα, πλάι, παραπλεύρως. || πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς.

    Большой русско-греческий словарь > рядом

  • 102 сборка

    θ.
    συναρμολόγηση•

    сборка станка συναρμολόγηση εργάτομηχανής.

    θ.
    πτυχή, δίπλα, πιέτα.

    Большой русско-греческий словарь > сборка

  • 103 сгиб

    α.
    1. πτυχή, δίπλα.
    2. βλ. сгибание.

    Большой русско-греческий словарь > сгиб

  • 104 складка

    θ.
    1. πτυχή, δίπλα, πιέτα•

    юбка в -у φούστα πτυχωτή (πλισέ).

    || ζαρωματιά, ζάρα. || ρυτίδα.
    2. ανωμαλία εδάφους.
    θ.
    βλ. склад?

    Большой русско-греческий словарь > складка

  • 105 составить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•

    составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.

    || συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.
    2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•

    составить лестницу φτιάχνω σκάλα•

    составить узор φτιάχνω διάκοσμο•

    составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•

    составить план φτιάχνω πλάνο,

    4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•

    хор συγκροτώ χορωδία•

    составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•

    составить карьеру κάνω καριέρα•

    составить себе имя δημιουργώ όνομα•

    составить мнение σχηματίζω γνώμη•

    составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•

    ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.

    5. αποτελώ•

    это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•

    это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,

    6. κατεβάζω•

    составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.

    1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.
    2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.
    3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > составить

  • 106 составление

    ουδ.
    1. παράθεση, παράταξη, τοποθέτηση δίπλα, μαζί.
    2. κατασκευή, φτιάξιμο, σύνθεση• ένωση.
    3. σχηματισμός, δημιουργία. || συγκρότηση, ίδρυση• οργάνωση. || σύνταξη, σύνθεση.

    Большой русско-греческий словарь > составление

  • 107 стена

    -ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.
    1. τοίχος•

    каменная стена πέτρινος τοίχος•

    -ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.

    2. το τείχος•

    стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•

    -ы города τα τείχη της πόλης.

    || μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•

    непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).

    3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•

    стена рва η πλευρά της τάφρου.

    εκφρ.
    стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•
    стена в -уβλ. προηγούμενη έκφραση•
    стена на -уβλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•
    в четыре -ах (сидеть,житьκ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•
    как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•
    как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > стена

  • 108 стенка

    θ.
    1. τοιχάκος, τοιχούλης• τοίχος.
    2. τοίχωμα, παρειά• περίβλημα•стенкаи кастрюли τα τοιχώματα της κατσαρόλας•стенкаи сердца τα τοιχώματα της καρδιάς.
    3. (στρατ.) πυκνός ζυγός ή φάλαγγα.
    εκφρ.
    стенка в -у и об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (σπίτι, δωμάτιο)•
    гимнастическаяκ. παλ. шведская стенка (αθλτ.) το πολύζυγο•
    ставить к -е – βάζω στα έξι μέτρα (εκτελώ, τουφεκίζω).

    Большой русско-греческий словарь > стенка

  • 109 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

  • 110 сугубо

    επίρ. παλ. διπλά κλπ. επ.

    Большой русско-греческий словарь > сугубо

  • 111 трёхсветный

    επ., με τρεις σειρές παράθυρα-(το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα πάνω από το άλλο ή το ένα απέναντι από το άλλο)

    Большой русско-греческий словарь > трёхсветный

  • 112 kırma

    σπάσιμο, θραύση, πλισές, πιέτα, δίπλα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kırma

  • 113 mükerrer

    επανειλημμένος, διπλά απεσταγμένος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mükerrer

  • 114 yanısıra

    μαζί, δίπλα σε, επιπροσθέτως

    Türkçe-Yunanca Sözlük > yanısıra

  • 115 accessible

    1) διπλά
    2) προσιτός

    Dictionnaire Français-Grec > accessible

  • 116 beside

    1) δίπλα
    2) πλάι

    English-Greek new dictionary > beside

См. также в других словарях:

  • δίπλα — (I) επίρρ. Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι 2. πλαγιαστά, πλάγια 3. φρ. α) «τού ή τής πέφτω δίπλα» πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία β) «παίρνω δίπλα τα βουνά» περιπλανιέμαι στα βουνά γ) «τό κόβω, τό παίρνω δίπλα» πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.… …   Dictionary of Greek

  • δίπλα — επίρρ. τοπ. 1. πλάι, πλάγια, στην μπάντα: Ζει δίπλα σε λίμνη. 2. πλαγιαστά: Έγειρε δίπλα και αποκοιμήθηκε. η πιέτα, πτυχή υφάσματος: Η φούστα της έχει πολλές δίπλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλά — διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλά — επίρρ. [διπλός] διπλάσια, σε διπλάσια ποσότητα …   Dictionary of Greek

  • διπλᾶ — διπλάζω double fut ind act 1st sg (doric aeolic) διπλόος twofold neut nom/voc/acc pl (attic) διπλόος twofold fem nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλᾷ — διπλάζω double fut ind mid 2nd sg (epic) διπλάζω double fut ind act 3rd sg (epic) διπλός fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίπλα-Μαλάμου, Κλεαρέτη — (Πρέβεζα 1897 – Αθήνα 1977). Ποιήτρια και πεζογράφος. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Το 1922 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της Στο διάβα μου. Ακολούθησαν οι συλλογές διηγημάτων Για λίγη αγάπη (1930), Γυναικείες… …   Dictionary of Greek

  • δίπλ' — διπλά , διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) διπλέ , διπλός masc voc sg διπλαί , διπλός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλάσας — διπλά̱σᾱς , διπλάζω double fut part act fem acc pl (doric) διπλά̱σᾱς , διπλάζω double fut part act fem gen sg (doric) διπλάσᾱς , διπλάζω double aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ρουστίκων — Δίπλα στο ναό του χωριού Ρούστικα (20 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά του Ρεθύμνου) λειτουργεί ένα μικρό εκκλησιαστικό μουσείο του οποίου ένα μέρος της συλλογής προέρχεται από τον ονομαστό δίκλιτο βυζαντινό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και της… …   Dictionary of Greek

  • διπλᾶς — διπλᾶ̱ς , διπλάζω double fut ind act 2nd sg (doric) διπλόος twofold fem acc pl (attic) διπλός fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»