Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δίοψις

См. также в других словарях:

  • δίοψις — δίοψις, η (A) [όψις] 1. κοίταγμα μέσα από κάτι 2. διαύγεια, διαφάνεια 3. εξέταση, θεωρία, σκέψη …   Dictionary of Greek

  • δίοψις — a view through fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίοψιν — δίοψις a view through fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόψεως — διόψεω̆ς , δίοψις a view through fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»