-
1 διοψις
- εως ἥ1) видение насквозьτοῦ φωτὸς οὐ παρέχειν τῇ αἰσθήσει δίοψιν Plut. — не пропускать света, быть непрозрачным
2) проницательность(τοῦ νοῦ Plut.)
3) рассмотрение(τούτων Plat.)
См. также в других словарях:
δίοψις — δίοψις, η (A) [όψις] 1. κοίταγμα μέσα από κάτι 2. διαύγεια, διαφάνεια 3. εξέταση, θεωρία, σκέψη … Dictionary of Greek
δίοψις — a view through fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίοψιν — δίοψις a view through fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόψεως — διόψεω̆ς , δίοψις a view through fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)