Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίζηνται

См. также в других словарях:

  • δίζηνται — δίζημαι seek out pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίζημαι — (Α) 1. αναζητώ ανάμεσα σε πολλούς 2. προσπαθώ, επιδιώκω 3. (με απαρμφ.) προσπαθώ να κάνω κάτι («βίαια δίζηνται λαβεῑν», Αισχ.) 4. ζητώ πληροφορίες, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αθέματο ενεστώτα με αναδιπλασιασμό που προέρχεται από αρχικό τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»