Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δίετες

См. также в других словарях:

  • διετές — διετής of masc/fem voc sg διετής of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίετες — διέτης of masc/fem voc sg διέτης of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρλίνα — (Carlina). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 20 είδη και ευδοκιμεί στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι φυτά τραχιά, αγκαθωτά, μονοετή, διετή ή πολυετή, με φύλλα που μοιάζουν με τα γαϊδουράγκαθα. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους… …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • Эфеб — Т. н. «эфеб с Антикитеры» Эфеб (др. греч …   Википедия

  • αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • διετίζω — (Α) [διετής] 1. ζω πάνω από χρόνο 2. (για φυτά) είμαι διετές, ζω δύο χρόνια …   Dictionary of Greek

  • θερμοβότανο — Γένος φυτών της οικογένειας των δικοτυληδόνων γεντιανίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ερυθραία το κεντούριο. Είναι φυτό ποώδες, διετές, πολύμορφο και συναντάται στους βοσκότοπους και στα δάση της Ελλάδας. Έχει βλαστό διακλαδισμένο προς τα… …   Dictionary of Greek

  • καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • λαβατέρα — (Lavatera). Γένος φυτών της οικογένειας malvaceae. Είναι ποώδες φυτό, διετές ή πολυετές, το ύψος του οποίου ποικίλλει και μπορεί να φτάσει σε αρκετά μέτρα. Έχει όρθιο, ισχυρό και ξυλώδη βλαστό. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, καρδιοειδή, οδοντωτά, με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»