-
1 εἶμι
εἶμι, gehen; Wurzel Ἰ; inf. ἰέναι, part. ἰών; außer praes. noch impf. ᾔειν, ep. u. ion. ἤϊα, att. ᾖα. Dazu med. praes. u. impf. ἴεμαι u. ἰέμην, adj. verb. ἰτός, ἰτέος u. ἰτητέος, s. unten. Von den dialectischen Abweichungen sind zu bemerken: εἶσϑα = εἶς, Il. 10, 450 Od. 19, 69; ἶσι = ἴασι, Theogn. 716; inf. ἴμεν u. ἴμεναι, Hom.; εἴη = ἴοι, Il. 24, 139 Od. 14, 496; auch ἰείη, Il. 19, 209; conj. ἴῃσϑα, 10, 67; impf. ᾖε, ᾔομεν u. 3. Pers. ἤιον, Od. 10, 251. 23, 370; auch ἴε, ἴτην, ἤϊσαν, Il. 10, 197; Her.; – fut. Hom. εἴσομαι, Od. 15, 213 Il. 24, 462, aor. εἰσάμην, ἐεισάμην, 15, 544. 12, 118, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 148. – Im praes. indicat. bei den Att. = ich werde gehen, oft auch bei Hom. u. A.; Verbindungen wie εἶμι καὶ πειράσομαι Aesch. Prom. 325, ἴμεν καὶ συνϑάψομεν Spt. 1060, stehen in der Mitte; 355. 682 ist es praes.; inf. u. partic. haben beide Bdtgn; dem Zusammenhange nach durch weggehen, fortgehen, herankommen, vorübergehen, zurückgehen, zurückkehren zu übersetzen, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 93; ἰέναι εἰς Ἀΐδαο, in den Hades hinabgehen, sterben, Hom. u. A.; ἐπὶ τὰ ἔμπροσϑεν, zurückkehren, Plat. Theaet. 177 c; in Vrbdg mit ἐπὶ νεώς, ἐφ' ἵππων, zu Schiffe gehen, fahren, reiten. – Ὁδὸν ἰέναι, einen Weg gehen, Od. 10, 103 u. Folgde; τὴν αὐτὴν ὁδόν Plat. Legg. VII, 821 b; ohne ὁδόν, τὴν μακροτέραν, τὴν αὐτήν, Polit. 265 b Rep. VIII, 343 c; ἴϑι τὴν ὀρεινήν Xen. Cyr. 2, 4, 22; übertr., μετ' Ἀϑηναίων ἄδικον ὁδὸν ἰόντων ἐχωρήσατε Thuc. 3, 64. Aehnl. ὁ ἥλιος ἰὼν τὸ μέσον τοῠ οὐρανοῠ, die Mitte des Himmels durchwandernd, Her. 2, 25; ἤϊε τὰ ἄνω τῆς Εὐρώπης ib. 26; von den Planeten, τοὺς ἰσόδρομον ἡλίῳ κύκλον ἰόντας Plat. Tim. 38 d. Bei Hom. u. a. D. steht der Ort, wohin man geht, im acc.; vgl. Pind. Ol. 14, 21; Soph. O. R. 637. Der gen. bedeutet den Ort, durch welchen man hingeht, ἰὼν πεδίοιο, durchs Gefilde hin, Il. 5, 597; χροὸς εἴσατο, er ging durch die Haut, 13, 191. – Sonst mit εἰς, auch εἰς συμμαχίαν, εἰς λόγους ἰέναι, dem Bündniß beitreten, zu Unterhandlungen schreiten; mit ἐπί τινα, feindlich auf Jemanden losgehen; διὰ φιλίας ἰέναι u. ähnl. s. unter διά; u. so vgl. auch die anderen Präpositionen, die den Begriff von ἰέναι modificiren. – Mit dem partic. fut. drückt es auch aus »sich anschicken Etwas zu thun«, ἤϊε αἰνέων, er hob an zu laben, Her. 1, 122; ὅπερ ᾖα ἐρῶν Plat. Theaet. 180 c; τίς εἶσι κακουργήσων Tim. 17 d; auch c. inf. fut., Il. 15, 544, aor., Od. 14, 496. – Von leblosen Dingen: Odyss. 2, 89 ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ' εἶσι τέταρτον, schon ist es das dritte Jahr, d. h. das dritte volle Jahr, drei Jahre sind schon vorbei, und bald wird das vierte vergehen (δίεισι) oder weggehen, Abschied nehmen (ἄπεισι), bei welcher Erklärung die Stelle nicht in Widerspruch steht mit vs. 106 ἃς τρίετες μὲν ἔληϑε δόλῳ καὶ ἔπειϑεν Ἀχαιούς· ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλϑεν ἔτος καὶ ἐπήλυϑον ὧραι. An letzterer Stelle gab es schon im Alterthum eine Lesart ἃς δίετες μὲν ἔληϑε δόλῳ – ἀλλ' ὅτε δὴ τρίτον ἦλϑεν ἔτος; bei dieser Lesart heißt vs. 89 »das laufende, gegenwärtige Jahr ist das dritte, und bald wird das vierte herankommen«. Aristarch verwarf diese Erklärung mit der Lesart δίετες – δὴ τρίτον vs. 106, schrieb vielmehr τρίετες – τέτρατον und erklärte vs. 89 εἶσι = δίεισι, s. Scholl. Aristonic. vss. 89. 107 und Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 93. – Iliad. 3, 61 πέλεκυς ἀτειρής, ὅς τ' εἶσιν διὰ δουρὸς ὑπ' ἀνέρος; von Wolken, Sturm, Rauch, 4, 278. 13, 796. 21, 522; φάτις Od. 23, 262; ϑόρυβος Xen. An. 1, 8, 16; τοῠτο μὲν ἴτω, ὅπη τῷ ϑεῷ φίλον, es mag so gehen. Plat. Apol. 19 a; vgl. Soph. O. R. 1458; πρόςοδοι Thuc. 1, 4. – Der imperat. ἴϑι steht oft adverbial, wie ἄγε, wohlan; ἴϑι, ἱκοῠ Aesch. Pers. 649; ἴϑι δὴ ἀναλογισώμεϑα Plat. Prot. 332 d.
-
2 δι-ετής
δι-ετής, ές, oder nach Choerob. B. A. 1375 διέτης, wie bei Her. steht; bei Is. u. Dem. ἐπὶ δίετες, bei Harpocr. ἐπιδιετές; zweijährig; χρόνος, Her. 2, 2; Folgde; ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν, Is. 8, 31; im Gesetze bei Dem. 46, 20. 24; nach B. A. 255 τὸ γενέσϑαι ἐτῶν ὀκτωκαίδεκα, also 2 Jahre über die Mannbarkeit (ἥβη = 16 Jahre) hinaus sein, der att. Ausdruck für »mündig werden«; vgl. Harpocr. p. 79.
-
3 ἐπι-δι-ετές
ἐπι-δι-ετές, richtiger ἐπὶ διετές geschr. s. d. W.
См. также в других словарях:
διετές — διετής of masc/fem voc sg διετής of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίετες — διέτης of masc/fem voc sg διέτης of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρλίνα — (Carlina). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 20 είδη και ευδοκιμεί στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι φυτά τραχιά, αγκαθωτά, μονοετή, διετή ή πολυετή, με φύλλα που μοιάζουν με τα γαϊδουράγκαθα. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους… … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
Эфеб — Т. н. «эфеб с Антикитеры» Эфеб (др. греч … Википедия
αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
διετίζω — (Α) [διετής] 1. ζω πάνω από χρόνο 2. (για φυτά) είμαι διετές, ζω δύο χρόνια … Dictionary of Greek
θερμοβότανο — Γένος φυτών της οικογένειας των δικοτυληδόνων γεντιανίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ερυθραία το κεντούριο. Είναι φυτό ποώδες, διετές, πολύμορφο και συναντάται στους βοσκότοπους και στα δάση της Ελλάδας. Έχει βλαστό διακλαδισμένο προς τα… … Dictionary of Greek
καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
λαβατέρα — (Lavatera). Γένος φυτών της οικογένειας malvaceae. Είναι ποώδες φυτό, διετές ή πολυετές, το ύψος του οποίου ποικίλλει και μπορεί να φτάσει σε αρκετά μέτρα. Έχει όρθιο, ισχυρό και ξυλώδη βλαστό. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, καρδιοειδή, οδοντωτά, με… … Dictionary of Greek