-
61 πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος
πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος, = Folgdm, Tzetz.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος
-
62 πεντε-και-δεκα-πλασίων
πεντε-και-δεκα-πλασίων, ονος, funfzehnfach; Plut. de plac. philos. 2, 30; Ath. II, 58 a.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-πλασίων
-
63 πεντε-και-δεκα-τάλαντος
πεντε-και-δεκα-τάλαντος, οἶκος, Dem. 28, 11, ein Vermögen von funfzehn Talenten.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-τάλαντος
-
64 πεντε-και-δεκα-ετηρικός
πεντε-και-δεκα-ετηρικός, ή, όν, funfzehnjährig, Anon. in Wolf's Anal. 3 p. 195.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-ετηρικός
-
65 πεντε-και-δεκα-ετηρίς
πεντε-και-δεκα-ετηρίς, ἡ, Zeitraum von funfzehn Jahren, Sp.
-
66 πεντε-και-δεκα-ετής
πεντε-και-δεκα-ετής, ές, funfzehnjährig, Plut. consol. ad Apoll. p. 347.
-
67 πεντε-και-δεκα-μναῖος
πεντε-και-δεκα-μναῖος, funfzehn Minen werth, schwer, Philo Mechan.
-
68 πεντε-και-δεκα-ναΐα
πεντε-και-δεκα-ναΐα, ἡ, Zahl von funfzehn Schiffen, Dem. 14, 18.
-
69 πεντε-και-δεκά-πηχυς
πεντε-και-δεκά-πηχυς, εος, funfzehn Ellen lang; Ath. V, 197 a; D. Sic.
-
70 πεντε-καί-δεκα
πεντε-καί-δεκα, funfzehn; Her. 1, 203; Plat. Rep. VII, 540 a u. sonst.
-
71 πεντα-δεκα-έτης
πεντα-δεκα-έτης, ὁ, der Fünfzehnjährige, Sp.
-
72 συν-εκ-καί-δεκα
συν-εκ-καί-δεκα, je sechszehn, immer sechszehn zusammen, Dem. 18, 104.
-
73 τρις-και-δεκα-πλασίων
τρις-και-δεκα-πλασίων, ονος, dreizehnfältig, Sp.
-
74 τρις-και-δεκα-στάσιος
τρις-και-δεκα-στάσιος, dreizehnmal das Gewicht, den Werth enthaltend, χρυσίον Her. 3, 95.
-
75 τρις-και-δεκα-φόρος
τρις-και-δεκα-φόρος, dreizehnmal Frucht tragend, Luc. V. H. 2, 13.
-
76 τρις-και-δεκα-έτης
τρις-και-δεκα-έτης, und τριςκαιδεκέτης, ὁ, der Dreizehnjährige; Isae. fr.; Poll. 1, 55.
-
77 τρις-και-δεκά-πηχυς
τρις-και-δεκά-πηχυς, υ, dreizehn Ellen lang, Theocr. 15, 17.
-
78 τρις-και-δεκά-κλῑνος
τρις-και-δεκά-κλῑνος, mit dreizehn Bett-, Tischlagern, Ath. V, 205 e.
-
79 τρις-και-δεκά-μηνος
τρις-και-δεκά-μηνος, dreizehnmonatlich, Sp.
-
80 τρις-καί-δεκα
τρις-καί-δεκα, indecl., dreizehn, statt τριακαίδεκα; Il. 5, 387 Od. 24, 340; Lob. Phryn. 409.
См. также в других словарях:
δέκα — ten indeclform (numeral) δέκᾱ , δεκάω pres imperat act 2nd sg δέκᾱ , δεκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δέκα — άκλ. αριθμ. απόλυτο, άθροισμα μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα των δύο χεριών: Δέκα εντολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκά — δεκάς company of ten fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… … Dictionary of Greek
Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… … Dictionary of Greek
Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου … Dictionary of Greek
δεκάσας — δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem acc pl (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem gen sg (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δεκά̱σᾱς , δεκάζω bribe fut part act fem acc pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάσαι — δεκά̱σᾱͅ , δεκάω pres part act fem dat sg (doric) δεκά̱σαῑ , δεκάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δεκά̱σᾱͅ , δεκάζω bribe fut part act fem dat sg (doric) δεκάζω bribe aor inf act δεκάσαῑ , δεκάζω bribe aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)