-
41 δεκά-στῡλος
δεκά-στῡλος, von zehn Säulen, Vitruv. 3, 2, 8.
-
42 δεκά-σχοινος
δεκά-σχοινος, zehn σχοίνους haltend.
-
43 δεκά-σχημος
δεκά-σχημος, zehn σχήματα habend, Plut.
-
44 δεκά-σημος
δεκά-σημος, zehn Zeitmoren habend, Arist. Quint.
-
45 δεκά-φυιος
δεκά-φυιος, zehnfach, Callim. frg. 162.
-
46 δεκά-φῡλος
δεκά-φῡλος, in zehn Stämme getheilt, Her. 5, 66.
-
47 δεκά-χαλκον
δεκά-χαλκον, τό, der römische Denar, aus 10 χαλκοῖ bestehend, Plut. Camill. 13.
-
48 δεκά-χορδος
δεκά-χορδος, zehnsaitig, λύρα Ion bei Euclid. harm. p. 19 Meib.; vgl. δεκαβάμων.
-
49 δεκά-χῑλοι
δεκά-χῑλοι, zehntausend; Homer zweimal, Iliad. 5, 860. 14, 148 ὅσσον τ' (δ') ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι ἀνέρες ἐν πολέμῳ, ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος. – Luc. Philop. 6.
-
50 δεκά-γωνον
δεκά-γωνον, τό, ein Zehneck, Ptolem.
-
51 δεκά-κωλος
δεκά-κωλος, mit zehn Gliedern.
-
52 δεκά-κλινος
δεκά-κλινος, zu zehn Tischlagern eingerichtet, diese fassend, στέγη Xen. Oec. 8, 13; οἶκος Poll. 1, 79. – Bei Arist. Mirab. 58 κρήνη δ., zehn Tischlager lang.
-
53 δεκά-δωρος
δεκά-δωρος, zehn Handbreiten lang, breit, ἅμαξα Hes. O. 424.
-
54 δεκά-μετρος
δεκά-μετρος, zehnfüßig, Vers, Schol. Ar. Equ. 496.
-
55 δεκά-βαθμος
δεκά-βαθμος, zehnstufig, Philo.
-
56 δεκά-μνοος
δεκά-μνοος, Moschio bei Ath. V, 207 b, zsgzgn -μνους, ουν, zehn Minen schwer, werth, Ar. Pax 1190.
-
57 δεκά-βοιος
δεκά-βοιος, zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.
-
58 δεκά-μηνος
δεκά-μηνος, dasselbe, σκύλακες Xen. Cyn. 7, 6; κάπροι Arist. H. A. 5, 14; Theocr. 24, 1; – im zehnten Monat, γυνὴ κυεῖ δεκάμ. Menand. bei Gell. 3, 16; – δεκάμηνος ἦν ἡ αἵρεσις ἐς τὴν ἐπιστρατηΐην, die Einnahme von 10 Monaten her, d. i. 10 Monate nach der Einnahme, Her. 9, 3.
-
59 δεκά-λιτρον
δεκά-λιτρον, τό, Münze von 10 Obolen, Poll. 4, 175.
-
60 δεκά-λογος
δεκά-λογος, ὁ, die zehn Gebote, K. S.
См. также в других словарях:
δέκα — ten indeclform (numeral) δέκᾱ , δεκάω pres imperat act 2nd sg δέκᾱ , δεκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δέκα — άκλ. αριθμ. απόλυτο, άθροισμα μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα των δύο χεριών: Δέκα εντολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκά — δεκάς company of ten fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… … Dictionary of Greek
Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… … Dictionary of Greek
Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου … Dictionary of Greek
δεκάσας — δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem acc pl (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem gen sg (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δεκά̱σᾱς , δεκάζω bribe fut part act fem acc pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάσαι — δεκά̱σᾱͅ , δεκάω pres part act fem dat sg (doric) δεκά̱σαῑ , δεκάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δεκά̱σᾱͅ , δεκάζω bribe fut part act fem dat sg (doric) δεκάζω bribe aor inf act δεκάσαῑ , δεκάζω bribe aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)