-
1 τριςκαιδεκέτης
τρις-και-δεκα-έτης, u. τριςκαιδεκέτης, ὁ, der Dreizehnjährige -
2 τρις-και-δεκα-έτης
τρις-και-δεκα-έτης, und τριςκαιδεκέτης, ὁ, der Dreizehnjährige; Isae. fr.; Poll. 1, 55.
-
3 τριςκαιδεκαέτης,
τρις-και-δεκα-έτης, u. τριςκαιδεκέτης, ὁ, der Dreizehnjährige