-
101 τρις-και-δεκά-μηνος
τρις-και-δεκά-μηνος, dreizehnmonatlich, Sp.
-
102 τρις-καί-δεκα
τρις-καί-δεκα, indecl., dreizehn, statt τριακαίδεκα; Il. 5, 387 Od. 24, 340; Lob. Phryn. 409.
-
103 τρια-καί-δεκα
τρια-καί-δεκα, dreizehn, gew. τριςκαίδεκα.
-
104 τεσσαρες-και-δεκα-σύλλαβον
τεσσαρες-και-δεκα-σύλλαβον μέτρον, ein Metrum aus vierzehn Sylben, Hephaest. p. 47.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρες-και-δεκα-σύλλαβον
-
105 τεσσαρες-και-δεκα-έτης
τεσσαρες-και-δεκα-έτης, ὁ, vierzehnjährig, Plut. Aem. Paull. 35.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρες-και-δεκα-έτης
-
106 τεσσαρες-καί-δεκα
τεσσαρες-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τά, indecl., vierzehn; Her. 1, 86; Lob. Phryn. 409. Bei den Att. wird τέσσαρες auch flectirt.
-
107 τεσσαρα-και-δεκά-δωρος
τεσσαρα-και-δεκά-δωρος, vierzehn Querhände od. Handbreiten lang (?).
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τεσσαρα-και-δεκά-δωρος
-
108 τεσσαρα-καί-δεκα
τεσσαρα-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τά, vierzehn; ἐλευϑέρους, Xen. Mem. 2, 7, 2; Folgde; gen. auch τεσσαρωνκαίδεκα, doch gebräuchlicher ist τεσσαρεςκαίδεκα.
-
109 τετρα-και-δεκα-ετής
τετρα-και-δεκα-ετής, ές, vierzehnjährig, Sp.
-
110 τετρα-και-δεκα-έτης
τετρα-και-δεκα-έτης, ὁ, und
-
111 δυω-καί-δεκα
δυω-καί-δεκα, = vor., Her. 8, 121.
-
112 δυό-δεκα
-
113 δυο-καί-δεκα
δυο-καί-δεκα, u. compp., s. unter δώδεκα.
-
114 δυώ-δεκα
-
115 δω-δεκα-πλάσιος
δω-δεκα-πλάσιος, α, ον, zwölffach, Plut. de animi procr. 31.
-
116 δω-δεκα-στάσιος
δω-δεκα-στάσιος, zwölfmal das Gewicht habend, zwölfmal so viel, Plat. Hipparch. 231 d.
-
117 δω-δεκα-στάδιος
δω-δεκα-στάδιος, von zwölf Stadien, Ath. IV, 152 d; Strab.
-
118 δω-δεκα-φόρος
δω-δεκα-φόρος, zwölfmal im Jahre tragend, Luc. V. Hist. 2, 13.
-
119 δω-δεκα-ετηρίς
δω-δεκα-ετηρίς, ίδος, ἡ, Zeitraum von 12 Jahren, Geop. u. Sp.
-
120 δω-δεκα-ετία
δω-δεκα-ετία, ἡ, Zeitraum von zwölf Jahren, Demad. ὑπὲρ τῆς δ., frg.
См. также в других словарях:
δέκα — ten indeclform (numeral) δέκᾱ , δεκάω pres imperat act 2nd sg δέκᾱ , δεκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δέκα — άκλ. αριθμ. απόλυτο, άθροισμα μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα των δύο χεριών: Δέκα εντολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκά — δεκάς company of ten fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… … Dictionary of Greek
Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… … Dictionary of Greek
Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου … Dictionary of Greek
δεκάσας — δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem acc pl (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem gen sg (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δεκά̱σᾱς , δεκάζω bribe fut part act fem acc pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάσαι — δεκά̱σᾱͅ , δεκάω pres part act fem dat sg (doric) δεκά̱σαῑ , δεκάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δεκά̱σᾱͅ , δεκάζω bribe fut part act fem dat sg (doric) δεκάζω bribe aor inf act δεκάσαῑ , δεκάζω bribe aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)