-
1 δάνιον
δάνειονloan: neut nom /voc /acc sg -
2 δάνειον
A loan,δ. ἀπαιτεῖν D.34.12
; : pl., Men.Mon.97;σπέρματα δάνεια POxy.1262.16
(ii A.D.): —written [full] δάνιον, LXXDe.15.8,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάνειον
-
3 ὑστερέω
A , al.: [tense] aor. ὑστέρησα (freq. with v.l. ὑστέρισα) Hdt.1.70, etc.: [tense] pf.ὑστέρηκα D.S.15.47
, Ep.Hebr.4.1: [tense] plpf.ὑστερήκειν Th.3.31
:—[voice] Pass., [tense] aor.ὑστερήθην 2 Ep.Cor.11.9
, J.AJ15.6.7: ([etym.] ὕστερος):— to be behind or later, come late, opp. προτερέω orφθάνω, ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Hdt.1.70
, cf. E.Ph. 976, X.HG 5.1.3, Pl.Grg. 447a: c. dat. modi,ὑ. τῇ διώξει Th.1.134
;τῇ βοηθείᾳ D.59.3
: simply, occur later, of thunder after lightning, Epicur.Ep.2p.46U.II c. gen. rei, come later than, come too late for, ὑστέρησαν (v.l. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day after the appointed day, Hdt.6.89; ὑ. τῆς μάχης ἡμέραις (sic leg. cum cod.C1, pro - ρας) πέντε came too late for the battle by five days, X.An.1.7.12;ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ Th.8.44
;ὑ. δείπνου Amphis 39
; ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had come too late to save M., Th.3.31; ὑ. τῆς πατρίδος fail to assist it, X.Ages.2.1; τῶν λέμβων ὑ. miss them, Plb.5.101.4;τῶν καιρῶν Arist.SE 175a26
;τῆς ἐργασίας PCair.Zen. 25.12
(iii B. C.);ταύτης [τῆς ὥρας] Gal.7.362
;τῆς βοηθείας D.S. 13.110
.2 c. gen. pers., come after him,ὑ. εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου X.HG3.5.25
: also c. dat., come too late for him, Th.7.29.3ὑ. ἔς τι Hp.Epid.6.7.3
.III metaph., lag behind, be inferior to,τῶν.. ἀποστόλων 2 Ep.Cor.11.5
;ἐμπειρίᾳ ὑ. τῶν ἄλλων Pl.R. 539e
; μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑ. ib. 484d;ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ LXXPs.38(39).5
.IV fail to obtain, lack,τἀγαθοῦ Clearch.Com.3.5
;τοῦ δικαίου PEnteux.86.11
(iii B. C.);ξύλων ἀκανθίνων οὐχ ὑστεροῦσι, ἀλλ' ἢ ἔχουσιν ἱκανά PCair.Zen. 270.5
(iii B. C.):—[voice] Med. (with [tense] aor. [voice] Pass.),ὑστερεῖσθαί τινος D.S.18.71
, Ep.Rom.3.23, J.AJ15.6.7, PMasp. 2 iii 14 (vi A. D.); ὑστερηθεὶς τῆς ὁράσεως having lost his sight, PLond.5.1708.85 (vi A. D.);δάνιον δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἂν ἐπιδέηται καὶ καθ' ὅσον ὑστερεῖται LXX De.15.8
(cod. A); in [tense] fut. [voice] Med., παιδὸς ὑστερήσομαι ( ἐστερήσομαι corr. Reiske) E.IA 1203.2 abs., fail, come to grief, Phld.Oec.p.50 J.; fall short of supplies,ἵνα μηθὲν ὑστερῇ τὰ ἐλαιούργια PHib.1.43.6
(iii B. C.):—[voice] Med., to be in want, Ev.Luc. 15.14, 1 Ep.Cor.8.8; [tense] pf. part. ὑστερημένοι those who have failed, Phld.Herc.1457.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερέω
См. также в других словарях:
δάνιον — δάνειον loan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ՓՈԽՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 2 0950 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c գ. ՓՈԽՈՐԴ ՓՈԽՈՐԴԻ. δάνιον, ἁμοιβή compensatio, sors. Ծնունդ փոխոյ. տոկոսիք. եւ Փոխարէն. *Մեղադիր լինիս, որպէս թէ փոխ ետուր, եւ չառեր զփոխորդին. Սեբեր. ՟Ժ: *Տայ փոխ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՈԽՈՐԴԻ — (դւոյ կամ դոյ.) NBH 2 0950 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c ՓՈԽՈՐԴ ՓՈԽՈՐԴԻ. δάνιον, ἁμοιβή compensatio, sors. Ծնունդ փոխոյ. տոկոսիք. եւ Փոխարէն. *Մեղադիր լինիս, որպէս թէ փոխ ետուր, եւ չառեր զփոխորդին. Սեբեր. ՟Ժ: *Տայ փոխ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)