Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δάνειο(ν)

См. также в других словарях:

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — το ποσό χρημάτων που δίνει ή παίρνει κανείς με επιστροφή και με τόκο και η σχετική συμφωνία που υπογράφει: Αγόρασε το σπίτι του με στεγαστικό δάνειο από την τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαχειοφόρο δάνειο — Έκδοση ομολογιών δανείου σε συνδυασμό με λαχείο. Τα λ.δ. συνάπτονται σε εποχές και σε χώρες που η προθυμία του κοινού για εγγραφή στα δημόσια δάνεια δεν είναι μεγάλη. Έτσι, η παροχή λαχείου αποτελεί κίνητρο για την κάλυψη των δημόσιων δανείων. Βλ …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοδάνειο — το 1. δάνειο με υψηλό τόκο που παρεχόταν σε πλοιοκτήτη ή φορτωτή, ενώ η επιστροφή του εξαρτούνταν από την αίσια έκβαση ναυτικής επιχείρησης 2. δάνειο με πολύ μεγάλο τόκο τού οποίου η απόδοση δεν είναι σίγουρη λόγω τού ότι ο οφειλέτης δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • παλλακή — η (ΑΜ παλλακή) η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.) αρχ. πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό… …   Dictionary of Greek

  • αδάνειστος — η, ο 1. αυτός που δε δόθηκε ως δάνειο: Δεν έχει άλλα χρήματα αδάνειστα. 2. αυτός που δε ζήτησε ή δεν πήρε δάνειο: Οι περισσότεροι πήραν δάνειο από την τράπεζα, πολύ λίγοι έμειναν αδάνειστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσαρον — ἄσαρον, το (Α) (είδος φυτού) «νάρδος η αγρία» (Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. είναι πιθ. δάνειο από τη Σημιτική. Κατ άλλους είναι θρακικής προελεύσεως δάνειο από ΙΕ. ρίζα *ak «αιχμηρός, οξύς, μυτερός», η οποία δικαιολογείται ή από το …   Dictionary of Greek

  • έκχρησις — ἔκχρησις (Α) εκδανεισμός, δάνειο χρημάτων χωρίς τόκο ή δάνειο πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και κατόπιν να επιστραφούν …   Dictionary of Greek

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»