-
1 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
2 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
3 δάνειο
[данио] ουσ. о. заем,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δάνειο
-
4 δάνειο
[данио] ουσ ο заем. -
5 δάνειο
el manlleuel pre'stec -
6 δάνειο
заемГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δάνειο
-
7 δάνειο
kredi, borç, ödünç para -
8 δάνειο
1) crédit2) emprunt -
9 δάνειο
pożyczka (f) rzecz. -
10 δάνειο
1) půjčka2) úvěr -
11 δάνειο
loanΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δάνειο
-
12 заём
займа α. δάνειο•дать в заём δίνω δάνειο•
взять в заём παίρνω δάνειο•
беспроцентный заём άτοκο δάνειο•
заём за проценты έντοκο δάνειο•
выигрышный заём λαχειοφόρο δάνειο•
пре-досшавить заём χορηγώ δάνειο•
государственный заём κρατικό δάνειο•
внутренний заём εσωτερικό δάνειο•
внешний заём εξωτερικό δάνειο.
-
13 ссуда
-ы θ.δάνειο•денежная ссуда χρηματικό δάνειο•
беспроцентная ссуда άτοκο δάνειο•
погашение -ы απόσβεση δανείου•
долгосрочная ссуда μακροπρόθεσμο δάνειο•
ссуда под проценты το έντοκο δάνειο•
брать (взять) -у παίρνω δάνειο•
выдавать (выдать) -у δίνω δάνειο, δανειοδοτώ.
-
14 ссуда
ссу́||даж τό δάνειο[ν]:безвозвратная \ссуда δάνειο ἄνευ ἐπιστροφής· \ссуда под проценты τό ἔντοκο[ν] δάνειο[ν]· давать \ссудаду δίνω δάνειο, δανείζω· брать \ссудаду πέρνω δάνειο, δανείζομαι. -
15 заём
-
16 заем
заемм τό δάνειο[ν]:государственный \заем τό κρατικό δάνειο· предоставлять \заем Χορηγώ δάνειο· выпускать \заем ἐκδίδω δάνειο. -
17 безвозвратный
безвозвратн||ыйприл1. (утраченный навсегда) περασμένος, χαμένος:\безвозвратныйая потеря ἡ ἀνεπανόρθωτη ἀπώλεια;2. (не подлежащий возврату) χωρίς ἐπιστροφή, ἀγύριστος, ἀνεπίστρεπτος:\безвозвратныйая ссуда δάνειο χωρίς ἐπιστροφή, δάνειο ἀνεπίστρεπτο. -
18 бодмерея
(фин., мор) το δάνειο μέσω υποθήκευσης πλοίου και φορτίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бодмерея
-
19 гарантия
η εγγύησ/ηнарушение - и αθέτηση/παραβίαση της - ηςс - ей на.. месяцев με - για. μήνεςдолгосрочная - μακράς διαρκείας, μακροπρόθεσμη -краткосрочная - μικρής διαρκείας, βραχυπρόθεσμη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантия
-
20 заём
το δάνειο-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заём
См. также в других словарях:
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
δάνειο — το ποσό χρημάτων που δίνει ή παίρνει κανείς με επιστροφή και με τόκο και η σχετική συμφωνία που υπογράφει: Αγόρασε το σπίτι του με στεγαστικό δάνειο από την τράπεζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχειοφόρο δάνειο — Έκδοση ομολογιών δανείου σε συνδυασμό με λαχείο. Τα λ.δ. συνάπτονται σε εποχές και σε χώρες που η προθυμία του κοινού για εγγραφή στα δημόσια δάνεια δεν είναι μεγάλη. Έτσι, η παροχή λαχείου αποτελεί κίνητρο για την κάλυψη των δημόσιων δανείων. Βλ … Dictionary of Greek
θαλασσοδάνειο — το 1. δάνειο με υψηλό τόκο που παρεχόταν σε πλοιοκτήτη ή φορτωτή, ενώ η επιστροφή του εξαρτούνταν από την αίσια έκβαση ναυτικής επιχείρησης 2. δάνειο με πολύ μεγάλο τόκο τού οποίου η απόδοση δεν είναι σίγουρη λόγω τού ότι ο οφειλέτης δεν είναι… … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
παλλακή — η (ΑΜ παλλακή) η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.) αρχ. πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό… … Dictionary of Greek
αδάνειστος — η, ο 1. αυτός που δε δόθηκε ως δάνειο: Δεν έχει άλλα χρήματα αδάνειστα. 2. αυτός που δε ζήτησε ή δεν πήρε δάνειο: Οι περισσότεροι πήραν δάνειο από την τράπεζα, πολύ λίγοι έμειναν αδάνειστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσαρον — ἄσαρον, το (Α) (είδος φυτού) «νάρδος η αγρία» (Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. είναι πιθ. δάνειο από τη Σημιτική. Κατ άλλους είναι θρακικής προελεύσεως δάνειο από ΙΕ. ρίζα *ak «αιχμηρός, οξύς, μυτερός», η οποία δικαιολογείται ή από το … Dictionary of Greek
έκχρησις — ἔκχρησις (Α) εκδανεισμός, δάνειο χρημάτων χωρίς τόκο ή δάνειο πραγμάτων για να χρησιμοποιηθούν και κατόπιν να επιστραφούν … Dictionary of Greek
έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… … Dictionary of Greek