-
1 δακν-ώδης
-
2 ἐπι-δακν-ώδης
ἐπι-δακν-ώδης, ες, etwas beißend, Sp.
-
3 δακνώδης
δακν-ώδης, ες, beißend, reizend -
4 ἐπιδακνώδης
ἐπι-δακν-ώδης, ες, etwas beißend
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek