-
1 δάκε
δάκνωbite: aor imperat act 2nd sgδάκνωbite: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 δάκνω
Aδήξομαι Hp.Nat.Mul.16
, Mul.1.18 (v.l. δάξεται): [tense] pf.δέδηχα Babr. 77
: [tense] aor. 1 ἔδηξα late, Luc.Asin.9: [tense] aor. 2 (the only tense in Hom.)ἔδᾰκον Batr.181
, Tyrt.10.32, etc., [dialect] Ep.δάκε Il.5.493
, redupl.δέδακε AP12.15
(Strat.): [dialect] Ep. inf.δακέειν Il.17.572
: —[voice] Pass.,δάκνομαι Thgn.910
: [tense] fut.δηχθήσομαι E. Alc. 1100
: [tense] aor. , Ar. Ach.18, etc.; laterἐδάκην Aret.SD2.2
: [tense] pf.δέδηγμαι Ar.Ach. 1
, etc.; [dialect] Dor.δεδαγμένος Pi.P.8.87
, Call.Epigr.50 codd.:—bite, of dogs,δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων Il.18.585
; of a gnat,ἰσχανάᾳ δακέειν 17.572
; στόμιον δ. champ the bit, A.Pr. 1009; χεῖλος ὀδοῦσι δακών, as a mark of stern determination, Tyrt.l.c.: abs.,δακὼν ἀνάσχου Men. Sam. 141
; δ. στόμα bite one's tongue, so as to refrain from speaking,πρὸ τῶν τοιούτων χρὴ λόγων δ. στόμα A.Fr. 397
, cf. S.Tr. 976; δ. ἑαυτόν to bite one's lips for fear of laughing, Ar.Ra.43; so (by a joke παρὰ προσδοκίαν)δ. θυμόν Id.Nu. 1369
;δ. χόλον A.R.3.1170
.II metaph. of pungent smoke and dust, sting, Ar.Ach.18, Lys. 298, Pl. 822; δ. ὄμματα, of dry winds, Hp.Aph.3.17.III of the mind, bite, sting,δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μῦθος Il.5.493
, cf. Hes.Th. 567;ἔδακε λύπη Hdt.7.16
.a';συμφορὰ δ. A.Pers. 846
; λόφοι δὲ κώδωντ' οὐ δάκνουσ' ἄνευ δορός have no sting, Id.Th. 399;σαίνουσα δάκνεις S.Fr. 885
;τὸ δάκνον τῆς συμβουλῆς Jul.Or.7.207d
; of love, :—freq. in [voice] Pass.,δηχθεῖσα κέντροις.. ἠράσθη E.Hipp. 1303
;ἔρωτι δεδαγμένος Call.
l.c.; of vexation,δάκνομαι ψυχήν Thgn.910
; συμφορᾷ δεδαγμένοι Pi.l.c.;δέδηγμαι καρδίαν Ar.Ach.1
;ὑπὸ τῆς δαπάνης Id.Nu.12
; πρός τι, ἐπί τινι, at a thing, S.Ph. 378, X.Cyr.4.3.3;ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων Pl.Smp. 218a
: c.part.,ἐδήχθη ἀκούσας X.Cyr.1.4.13
. (Cf.Skt. dáśati 'bite', Goth. tahjan 'tear'.) -
3 πίδακ'
πί̱δακα, πῖδαξspring: fem acc sgπί̱δακι, πῖδαξspring: fem dat sgπί̱δακε, πῖδαξspring: fem nom /voc /acc dual -
4 δάκνω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δάκνω
См. также в других словарях:
δάκε — δάκνω bite aor imperat act 2nd sg δάκνω bite aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek
πίδακ' — πί̱δακα , πῖδαξ spring fem acc sg πί̱δακι , πῖδαξ spring fem dat sg πί̱δακε , πῖδαξ spring fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)