-
1 земной
επ.1. γήινος, της γης•-ая кора ο φλοιός της γης•
-ая поверхность η επιφάνεια της γης•
-ая ось ο άξονας της γης•
земной шар η γήινη σφαίρα.
2. επίγειος, εγκόσμιος•земной рай επίγειος παράδεισος•
-ые блага επίγεια αγαθά•
земной поклон εδαφιαία υπόκλιση•
окончить -ое странствие τελειώνω το δρόμο της ζωής (πεθαίνω).
-
2 Crop
subs.Fruit of the soil: P. and V. καρπός, ὁ, Ar. and V. ἄροτος, ὁ, στάχυς, ὁ, V. γῆς βλαστήματα, τά, γῆς φυτά τά, P. τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα. (Plat.), τὰ ὡραῖα.He who provides the seed is responsible for the crop: P. ὁ τὸ σπέρμα παρασχὼν οὗτος τῶν φύντων αἴτιος (Dem. 280.).Harvest: P. and V. θέρος, τό.Crop of birds: Ar. πρηγορών, ὁ.met., crop of traitors: P. φορὰ προδοτών, ἡ (Dem. 245).——————v. trans.Browse: P. and V. νέμεσθαι (Plat., also Ar.).With mane close-cropped in dishonour: V. κουραῖς ἀτίμως διστετιλμένης φόβης (Soph., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crop
-
3 Fruit
subs.P. and V. καρπός, ὁ.Fruit of all kinds: V. παγκαρπία, ἡ.Fruits of the earth: P. and V. καρπός, ὁ, Ar. and V. ἄροτος, ὁ, στάχυς, ὁ, V. γῆς βλαστήματα, τά. γῆς φυτά, τά, P. τά ἐκ τῆς γῆς φυόμενα, τὰ ὡραῖα.Corn: P. and V. σῖτος, ὁ.Tree fruit: P. and V. ὀπώρα, ἡ. P. δένδρων καρπός, ὁ (Plat., Prot. 321B).Offspring: see Offspring.Time of fruit: P. and V. ὀπώρα, ἡ.First fruits: P. and V. ἀκροθίνια, τά (sing. sometimes in V.), ἀπαρχαί, αἱ (sing. Plat., Prot. 343B).met., fruits, results: P. and V. καρπός, ὁ (or pl.) (Dem. 328).You have enjoyed the fruits of his benevolence: P. τῆς φιλανθρωπίας... ὑμεῖς... τοὺς καρποὺς κεκόμισθε ( Dem 304).Reap the fruits of, v.: P. and V. καρποῦσθαι (acc.), ἐκκαρποῦσθαι (acc.), ἀπολαύειν (gen.), V. ἐπαυρέσθαι ( 2nd aor. of ἐπαυρίσκειν) (gen.), καρπίζεσθαι (acc.) (Eur., Hipp. 432).Bear fruit: V. καρποῦν (acc.).met., be of advantage: P. and V. ὠφελεῖν.Result: P. and V. συμβαίνειν, P. περιγίγνεσθαι.Now the curse bears fruit: V. νῦν ἀραὶ τελεσφόροι (Æsch., Theb. 655).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fruit
-
4 Under
adv.P. and V. κάτω, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).Adjectivally, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), ὕστερος (gen.).The underworld: P. and V. ᾍδης, ὁ, or use P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός; see under World.From the underworld: P. and V. κάτωθεν, V. ἔνερθε(ν), νέρθε(ν).In the underworld: P. and V. κάτω, ἐκεῖ, ἐν ᾍδου, V. νέρθε(ν), ἔνερθε(ν).Of the underworld, adj.: P. and V. χθόνιος (Plat. but rare P.), V. νέρτερος.To the underworld: P. and V. εἰς ᾍδου, ἐκεῖσε.——————prep.Of motion under: Ar. and P. ὑπό (acc.).Of rest: P. and V. ὑπό (gen. or dat., but dat. rare in P.).Of subjection: P. and V. ὑπό (dat.).Below: P. and V. ὑπό (gen.), Ar. and P. ὑπένερθε (gen.), V. ἔνερθε(ν) (gen.), νέρθε(ν) (gen.), κάτω (gen.).I am not amenable to the laws under which I was summarily arrested: P. καθʼ οὓς ἀπήχθην οὐκ ἔνοχός εἰμι τοῖς νόμοις (Antipho. 139, 27).Under a name: P. ἐπʼ ὀνόματος.To abide by the name under which he adopted you: P. μένειν ἐφʼ οὗ σὲ ἐποιήσατο ὀνόματος (Dem. 1003).Under arms: P. and V. ἐν ὅπλοις.Under fire, be under fire: use P. and V. βάλλεσθαι (lit., be shot at).Under ground: P. ὑπὸ γῆς, V. ὑπὸ χθονός, κατὰ χθονός, κάτω γῆς, κάτω χθονός, Ar. κατὰ τῆς γῆς (Pl. 238).Under sentence: use condemned.Under way, get under way, v.: P. and V. ἀπαίρειν, αἴρειν (V. in mid.); see set sail.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Under
-
5 земледелец
ο γεωργός, ο καλλιεργητής της γής-ие η γεωργία, η καλλιέργεια της γης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > земледелец
-
6 полуось
ο ημιάξονας, το ημιαξόνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полуось
-
7 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
8 кора
кора ж в рази. знач. о φλοιός земная \кора о φλοιός της γης \кора головного мозга о φλοιός του εγκεφάλου* \кора дерева о φλοιός του δέντρου* * *ж в разн. знач.ο φλοιόςземна́я кора́ — ο φλοιός της γης
кора́ головно́го мо́зга — ο φλοιός του εγκεφάλου
кора́ де́рува — ο φλοιός του δέντρου
-
9 недра
-
10 освоение
освоение с η αφομοίωση, η αξιοποίηση* η κατάχτηση (покорение)' \освоение целинных земель η αξιοποίηση της χέρσας γης* * *сη αφομοίωση, η αξιοποίηση; η κατάχτηση ( покорение)освое́ние цели́нных земе́ль — η αξιοποίηση της χέρσας γης
-
11 спутник
спутник м 1) о συνταξιδιώτης, о συνοδοιπόρος 2) астр. о δορυφόρος; искусственный \спутник Земли о τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ* * *м1) ο συνταξιδιώτης, ο συνοδοιπόρος2) астр. ο δορυφόροςиску́сственный спу́тник Земли́ — ο τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ
-
12 земельный
земельн||ыйприл ἔγγειος, τής γής:\земельныйая рента ἡ ἐγγεια πρόσοδος· \земельныйая собственность ἡ γαιοκτησία· \земельныйая реформа ἡ μεταρρύθμιση τής γαιοκτησίας, τό μοίρασμα γής· \земельный участок τό οἰκόπεδο. -
13 земной
земи||ойприл γήινος, ἐπίγειος:\земной шар ἡ γήινη σφαίρα· \земнойая ось ὁ ἄξων τής γῆς· \земнойая кора ὁ φλοιός τής γής· ◊ \земной поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλιση. -
14 надел
наделм ὁ κλήρος, ἡ μερίδα [-ίς], τό μερίδιο[ν]:получать земельный \надел παίρνω κλήρο (γῆς), παίρνω ἕνα κομμάτι γῆς. -
15 общественный
общественн||ыйприл в разн. знач. κοινωνικός:\общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες. -
16 батрацкий
-
17 батрачество
-а ουδ.1. αγροτοδουλιά, δουλιά του εργάτη γης.2. (άθρσ.) οι εργάτες γης. -
18 земельный
επ.1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•
земельный налог έγγειος φόρος•
фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.
2. αγροτικός•-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•
-ая рента.έγγεια πρόσοδος•
-ое законоательство αγροτική νομοθεσία•
-ая община αγροτική κοινότητα•
земельный кодекс αγροτικός κώδικας•
земельный банк αγροτική τράπεζα•
-ая собственность γεωκτησία•
земельный кредит αγροτική πίστωση.
-
19 кругосветный
επ.του γύρου της γης•-ое путешествие ο γύρος της γης1• -ое плавание ο περίπλους της γης.
-
20 народ
-а α.1. λαός•советский народ σοβιετικός λαός•
греческий народ ελληνικός λαός•
все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•
трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).
2. άνθρωποι•там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.
|| κόσμος•собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.
εκφρ.простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα.
См. также в других словарях:
γης — η βλ. γη … Dictionary of Greek
γης — η βλ. γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γῆς — Γαῖα land fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γῆς — Γαῖα land fem gen sg (attic epic ionic) γῆ earth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γῆς βάρος. — См. Землю тяготить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γῆς ἄχθη. — См. Землю тяготить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… … Dictionary of Greek