-
1 κατάπλεος
A quite full, τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: fouled, stained with,γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος X.Cyr.8.3.30
, cf. IG4.952.44 (Epid.); [ πηλῷ] D.H.1.79: c. dat., filled with, λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ. Thphr.Sign. 42;Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.Pun. 117
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάπλεος
См. также в других словарях:
κατάπλεος — κατάπλεος, ον και αττ. τ. κατάπλεως, ων (Α) 1. εντελώς γεμάτος από κάτι 2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ … Dictionary of Greek