-
1 αφιημι
ион. ἀπίημι1) пускать, бросать, метать, кидать(ἔγχος Hom.: τοξεύματα Soph.; βέλος Her.; λίθον Arst.)
ἀφεῖναί τινα πόντιον Eur. — бросить кого-л. в море;ἀφεῖναι εἰς τέν γῆν τὸ σῶμα Plut. — броситься на землю;ἀ. πλοῖον κατὰ τὸν ποταμὸν φέρεσθαι Her. — пускать судно вниз по течению реки;οἱ Ἀθηναῖοι ἀπείθησαν Her. — афинянам был дан сигнал атаки2) направлять, вымещать(τὸν θυμὸν ἔς τινα Soph.)
ἀ. τέν ὀργέν εἰς τὸν τυχόντα Dem. — обрушить (свой) гнев на первого встречного (ср. 11)3) ронять, проливать(δάκρυα Aeschin.)
4) сбрасывать, осыпать(ἄνθος Hom.)
5) испускать, выделять(γάλα, σπέρμα Arst.)
παντοδαπὰ χρώματα ἀ. Plat. — принимать разные цвета;6) рождать, производить на свет(τὸ κύημα Arst.)
7) издавать, испускать(γύους Eur. - ср. 11; φωνάς Plat., Arst.)
8) произносить(ἔπος Soph.; φθογγήν Eur.)
9) отбрасывать прочь(ὅπλα Plat.)
10) ослаблять(μένος, sc. ἔγχεος Hom.)
11) бросать, прекращать(γόους Eur. - ср. 7; μόχθον Her.)
ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες Aesch. — уйми свой гнев (ср. 2);τὰ δικαστήρια ἀ. Arph. — закрывать судебное заседание;πολιτείαν ἅπασαν ἀφεῖναι Plut. — совершенно отойти от политической деятельности12) отсылать прочь, отвергать, прогонять(γυναῖκα Her.; υἱόν Arst.)
13) утолять(δίψαν Hom.)
14) пускать в ход, применять(εἰς ἔργον πᾶσαν τέχνην Theocr.)
15) расторгать(ξυμμαχίαν Thuc.; γάμους Eur.)
16) отсылать, отпускать(τινὰ ζωόν Hom.; ἐς οἴκους Soph.)
τινὰ ἐλεύθερον ἀ. Plat. — отпускать кого-л. на свободу;Αἴγιναν αὐτόνομον ἀ. Thuc. — дать Эгине независимость17) распускать, демобилизовать(τὸν στρατόν Her.)
ἀφειμένης τῆς βουλῆς Dem. — после роспуска Совета18) юр. освобождать, оправдывать(τινὴ αἰτίην Her. и τινὸς αἰτίαν или τινὴ τέν δίκην Plut., τινὰ ἐγκλήματος Dem. и τῆς αἰτίας Plut.)
; med. отпускать (от себя)(τινος Plat.)
δειρῆς οὔπω ἀφίετο πήχεε Hom. — она не переставала обнимать (его) за шею19) отпускать, прощать(τινὴ χιλίας δραχμάς Dem.; φόρον τινί Polyb.)
εἰ ἀδικεῖ, ἄφες Plut. — если он провинился, прости (его)20) посвящать21) предоставлять, разрешатьἄφετε ἴδωμεν NT. — давайте посмотрим22) предоставлять в распоряжение, отдавать(Ἰωνίην τοῖς βαρβάροις Her.; τὰ πλήθη τοῖς στρατιώταις Polyb.)
23) оставлять без внимания или в пренебрежении, пренебрегать(τὰ θεῖα Soph.; med. περί τινος и ποιεῖν τι Arst.)
ἀ. ἀφύλακτόν τι Her. — оставлять что-л. без охраны;ἀ. τινὰ ἔρημον Soph. — бросать кого-л. в одиночестве24) оставлять неиспользованным, упускать(καιρόν Isocr.)
(εἰς τὸ πέλαγον Her., Thuc.)
-
2 δεκαζω
подкупать(πλείστους Isocr.; τὰ δικαστήρια Arst.)
δ. τινὰ μαρτυρεῖν Aeschin. — подкупить кого-л. в качестве (лже)свидетеля;pass. — быть подкупленным, брать взятки Lys., Plut. -
3 επαναγω
I[ἀνά - вверх]1) поднимать, выводить(τι πρὸς τὸ φῶς Plat.)
2) выводить в открытое море(τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς Xen.)
3) pass. отплывать, отправляться(ταῖς ναυσί Thuc.; εἰς τέν Χίον Xen.)
4) возводить(τινὰ εἰς ἡρωϊκέν τάξιν Dem.)
5) возбуждать, разжигать(τὸν θυμόν Her.)
6) юр. передавать, представлять(ἀδικήματα εἰς τὰ δικαστήρια Plat.; τὸ καταψηφιζόμενον ἐπὴ τοὺς ἄρχοντας Arst.)
II[ἀνά назад]1) отводить или относить назад(τὸ στρατόπεδον Thuc.; τὰ ὑγρὰ ἐκ μέσων Plut.)
οἱ ἐπαναχθέντες Her. — (потерпевшие кораблекрушение и) выброшенные на берег;ἐ. τὸν λόγον ἐπὴ τέν ὑπόθεσιν Xen. — сводить речь к основному вопросу;ἐ. ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν κακῶν Plat. — выпутаться из бедственного положения2) возвращать(τινὰ εἰς τὸν περὴ τοῦ πράγματος λόγον Plat.; τοῖς στρατιώταις τι Plut.)
3) отступать, возвращаться(ἐπὴ τέν ἀρχέν τῆς ὑποθέσεως Polyb.)
-
4 καθιζω
ион. κατίζω (fut. καθίσω - атт. καθιῶ, aor. ἐκάθισα - атт. καθῖσα - эп. κάθισα, pf. κεκάθικα, эп. part. καθίσσας - дор. καθίξας; fut. med. καθιζήσομαι)1) сажать, усаживать(τινὰ ἐπὴ γούνεσσι Hom.; τινὰ ἐπὴ θρόνου Hom., NT. и εἰς θρόνον Xen.; τινὰ ἐν δεξιᾷ τινος NT.)
2) тж. med. садиться(ἐν θρόνοισι, ἐπὴ κλισμοῖσι Hom.; med. ἐν ἡσυχίᾳ Plat.; γέρανοι καθίζονται Arst.)
3) сидеть(μετ΄ ἀθανάτοισι, ἐν πέτρῃσι Hom.; ἐπὴ γῆς Arst.)
4) помещать(τινὰ ἐπ΄ οἰκήματος Her.)
5) созывать, устраивать(ἀνδρῶν ἀγοράς Hom.; δικαστήριον Arph. - ср. 12; τέν σύγκλητον Plut.)
; созывать на совещание(τοὺς νομοθέτας Dem.)
6) (публично) заседатьκ. καὴ δικᾶν Her. — заседать в суде, творить суд
7) размещать, располагать(στρατόν Eur.; τέν στρατιάν Thuc.)
8) располагаться, размещаться(ἐπὴ τέν Μητρόπολιν Thuc.)
9) находиться, жить10) ставить, расставлять(φύλακας Xen.)
11) делать, устраиватьκ. ἐνέδραν Plut. — устраивать засаду
12) устанавливать, учреждать(δικαστήρια Plat., Arst. - ср. 5)
13) назначать(δικαστήν Plat.; ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τινάς NT.)
τέν βουλέν πάντων ἐπίσκοπον κ. Plut. — возложить на государственный совет наблюдение за всеми делами14) вынуждать, заставлять15) садиться на мель, оказываться на мели Polyb. -
5 καλινδεομαι
(только praes., impf. ἐκαλινδούμην и aor. pass. ἐκαλινδήθην)1) валяться, кататься(ἐν τῇ γῇ, πρὸς τέν κόνιν Arst.; ἐν πηλῷ Plut.)
2) валяться, т.е. быть брошенным(ἐν ταῖς ὁδοῖς Thuc.)
3) бродить, странствовать, скитаться(ἐν τῇσι στοῇσι Her.; περὴ τὰ δικαστήρια Isocr.; ἐν ἀγοραῖς Sext.)
4) с трудом переходить, барахтаться(τοῖς ῥεύμασι Plut.)
5) усиленно (чем-л.) заниматься, деятельно (чему-л.) предаваться(περὴ τὰς ἐρίδας Isocr.)
κ. ἐν τῷ πειρᾶσθαι Xen. — усердно упражняться -
6 μηδε
1) и не, а также неμ. ἀπόπαυε τεὸν μένος Hom. — и не останавливай своего порыва
2) (= ἀλλὰ μή) а не, но неὕδατος, μελίσσης, μ. προσφέρειν μέθυ Soph. — (наполнить кувшин) водой, медом, но не прибавлять вина
3) и даже не, и вообще не(μήτε δικαστήρια, μήτε νόμοι, μ. ἀνάγκη μηδεμία Plat.)
μήποτε …, μηδ΄ ὁπότε Hom. — ни тогда …, ни даже тогда;μ. …, μ. Hom. — ни …, ни -
7 υπερπηδαω
1) перепрыгивать, перескакиватьὑ. τι Arph., Luc. — перепрыгивать через что-л.
2) ускользать, избегать(πληγήν Soph.)
3) оставлять без внимания, пренебрегать, обходить, нарушать(τὸν νόμον Aeschin.; τὰ δικαστήρια καὴ νόμιμα Dem.)
4) превосходить, опережать(τινα τῷ μηχανήματι Plat.)
5) переходитьὑ. εἰς τὰ γενόμενα Arst. — обращаться к фактам прошлого
-
8 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
9 δικαστήριο(ν)
τό1) суд; трибунал;δικαστήριο(ν) των ενόρκων — суд присяжных;
πολιτικό (ποινικό) δικαστήριο(ν) — гражданский (уголовный) суд;
στρατιωτικό δικαστήριο(ν) — военный трибунал;
Λαϊκό δικαστήριο(ν) — народный суд;
απευθύνομαι προς το δικαστήριο(ν) — обращаться в суд;
παραπέμπομαι ενώπιον τού δικαστηρίου — предстать перед судом;
παραπέμπω στο δικαστήριο(ν) — отдавать под суд, предавать суду;
2) здание суда;3) суд, судебное разбирательство; судебное дело;η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια — дело дошло до суда;
αύριο έχω δικαστήριο(ν) — завтра у меня заседание в суде
-
10 μικτός
η, ό[ν]1) смешанный (в разя, знач);μικτά σχολεία — смешанные школы, школы с совместным обучением;
γάμος — смешанный брак;μικτη γλώσσα — смешанный язык (димотика и кафаревуса);
μικτα δικαστήρια — смешанные суды (для разбора дел между иностранцами и коренными жителями в Египте);
μικτό βάρος — вес-брутто;
μικτή ομάδα — спорт, сборная клубов;
2) мат.:μικτ αριθμός — смешанное число
См. также в других словарях:
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — δικαστήριον court of justice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια — Ποινικά δικαστήρια, στα οποία εντάσσονται τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μεικτά ορκωτά εφετεία. Το μεικτό ορκωτό δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των κακουργημάτων (εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα των… … Dictionary of Greek
δικαστήρι' — δικαστήρια , δικαστήριον court of justice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek