-
1 γυρίνος
-
2 γυρῖνος
-
3 γυρῖνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυρῖνος
-
4 γύρινος
γύρινοςtadpole: masc nom sg -
5 γυρῖνος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γυρῖνος
-
6 γυρίνοις
γύρινοςtadpole: masc dat plγυρί̱νοις, γυρῖνοςtadpole: masc dat pl -
7 γυρίνου
γύρινοςtadpole: masc gen sgγυρί̱νου, γυρῖνοςtadpole: masc gen sg -
8 γυρίνους
γύρινοςtadpole: masc acc plγυρί̱νους, γυρῖνοςtadpole: masc acc pl -
9 γυρίνων
γύρινοςtadpole: masc gen plγυρί̱νων, γυρῖνοςtadpole: masc gen pl -
10 γύρινοι
γύρινοςtadpole: masc nom /voc pl -
11 γύρινον
γύρινοςtadpole: masc acc sg -
12 γυρίνοι
-
13 γυρῖνοι
-
14 γέρυνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέρυνος
-
15 γόρτυξ
-
16 γῡρός
γῡρόςGrammatical information: adj.Derivatives: γῦρος m. `rounding, circle' (Thphr.) with γύριος `forming a γ.' (Anon. ap. Suid.), γυραλέος (Opp.). Denom. γυρόω `make round, make a circle' (LXX, Nic.) with γύρωσις (pap., Gp.); also γυρεύω `walk in a circle' (Str.). γυριστός `curved' (Sch.), γυρτόν κυφόν H. - Also γυρῖνος m. `tadpole' (Pl.; but with short υ) with γυρινώδης (Arist.). - Here also PlN like Γυραὶ πέτραι (δ 500), s. Bechtel Lex. s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Page in Frisk: 1,335-336Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γῡρός
См. также в других словарях:
γυρῖνος — tadpole masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρινος — tadpole masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια … Dictionary of Greek
γυρίνος — ο το νεογνό του βατράχου πριν βγάλει πόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυρίνοις — γύρινος tadpole masc dat pl γυρί̱νοις , γυρῖνος tadpole masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρίνου — γύρινος tadpole masc gen sg γυρί̱νου , γυρῖνος tadpole masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρίνους — γύρινος tadpole masc acc pl γυρί̱νους , γυρῖνος tadpole masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρίνων — γύρινος tadpole masc gen pl γυρί̱νων , γυρῖνος tadpole masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυρῖνοι — γυρῖνος tadpole masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρινοι — γύρινος tadpole masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρινον — γύρινος tadpole masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)