Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γύμνᾰσ-μα

См. также в других словарях:

  • PULVEREA Volutatio — apud Tertullian. de Pallio, c. 4. Studia palaestrae male senescentia et laborantia et lutea unctio et pulverea volutatio, et arida saginatio etc. terminus palaestrae. Postquam enim legitimô oleô uncti erant Palaestrici, alii lutô sese totos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… …   Dictionary of Greek

  • μαυλιστήριον — μαυλιστήριον, τὸ (Α) 1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός 2. οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • μαυλιστής — ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής) αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα τής (πρβλ. γυμνασ τής), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κυλίσ τρα, παλαίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • παίστρια — παίστρια, ἡ (Μ) χορεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω (πρβλ. αόρ. ἔ παισ α) + επίθημα τρια (πρβλ. γυμνάσ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιστήριον — παλαιστήριον, τὸ (Α) σχολή πάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίω* (πρβλ. αόρ. ἐ πάλαισ α) + επίθημα τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • προσορμιστήριον — τὸ, Α τόπος κατάλληλος για προσόρμιση, αραξοβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσορμίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • πυριατήριο — το / πυριατήριον, ΝΑ, και ιων. τ. πυριητήριον Α νεοελλ. χημ. συσκευή που χρησιμοποιείται στα χημικά, βιοχημικά κ.ά. εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων ουσιών και οργάνων, το οποίο αποτελείται από ένα μεταλλικό κιβώτιο με διπλά τοιχώματα και… …   Dictionary of Greek

  • συναρίστιον — τὸ, Α τόπος όπου προγευματίζει μαζί ένα σύνολο ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάριστος «αυτός που προγευματίζει μαζί με κάποιον άλλον» + επίθημα ιον (πρβλ. γυμνάσ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαστήριο — το, Ν 1. αίθουσα όπου γίνονται τεχνικά σχέδια, εργαστήριο σχεδιαστή 2. το τραπέζι τού σχεδιαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιάζω + επίθημα τήριο (πρβλ. γυμνασ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. σχεδιαστήριον, μαρτυρείται από το 1892 στον Ιω. Κάλφογλου] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»