Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γόητες

См. также в других словарях:

  • γόητες — γόης sorcerer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • луд — дурак , др. русск., цслав. лудъ μωρός, болг. луд, сербохорв. лу̑д м., луда ж. сумасшедший, слабоумный, глупый , словен. lȗd (м.), ludа (ж.) – то же, чеш. lud дурак , отсюда лужу, лудить обманывать, вводить в заблуждение , укр. лудити, сербохорв …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Goetia — see The Goetia for the 1904 book by Crowley and Mathers. la. Goetia (Middle Latin, anglicized (IPAEng|ˈgəʊɨti), from Greek gr. γοητεία goēteia sorcery ) refers to a practice which includes the invocation of angels or the evocation of demons, and… …   Wikipedia

  • гоубитель — ГОУБИТЕЛ|Ь (28), Ѧ с. 1. Губитель: ст҃ыхъ гѹбитель. и б҃жествьныихъ съборъ гонитель. СбТр ХІI/ХІІІ, 43; зѣло гѹбітель бывъ. на коньць бы(с) разбоиникъ. ПрЛ XIII, 32б; но исповѣдавшеи съ дерзъновениѥмь г҃а нашего і҃са х҃а вѣрѹ ѥго. предъ многыми… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • TELCHINES — popul. Rhodi insulae, eo ex Creta profecti (unde Rhodus Telchinia dicta) Ialysum urbem incolentes. Ovid. Met. l. 7. v. 365. Ialysios Telchinas, Quorum oculos ipso mutantes omnia visu Iuppiter exosus fraternis subdidit undis. Malefici siquidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επαοιδός — ἐπαοιδός, ο (AM) μάντης, μάγος, γόης (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαοιδοί φαρμακοί, γόητες». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αοιδός «τραγουδιστής, ραψωδός» Ποιητ. τ. τού επωδός] …   Dictionary of Greek

  • θελγίν — θελγίν, ῖνος, ό (Α) [θέλγω] (κατά τον Ησύχ.) «θελγῖνες τελχῖνες γόητες, πανοῦργοι, φαρμακευταί» …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπομπός — ο / ψυχοπομπός, όν, ΝΜΑ (ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Χάρωνος) αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη αρχ. εξορκιστής κακών πνευμάτων («ψυχοπομποὶ γόητες», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πομπός (< πέμπω), πρβλ. νηο πομπός] …   Dictionary of Greek

  • ψύλλος — ο, ΝΜΑ είδος εντόμου που ζει παρασιτικά στους ανθρώπους και στα ζώα νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών, άπτερων ολομετάβολων εντόμων τής τάξης σιφωνάπτερα 2. φρ. α) «για ψύλλου πήδημα» για ασήμαντη αφορμή β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο …   Dictionary of Greek

  • Αριστομένης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας των Μεσσηνίων (7ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Πύρρου ή του Νικομήδη και της Νικοτέλειας, από το γένος των Αιπυτιδών. Ξεσήκωσε τους Μεσσηνίους εναντίον της Σπάρτης και έδειξε τόση ανδρεία στον Β’ Μεσσηνιακό… …   Dictionary of Greek

  • Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»