-
1 γυναι-μανής
γυναι-μανής, = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.
-
2 γυναιμανής
γῠναι-μᾰνής, ές,A = γυναικομανής, mad for women, Il.3.39, h.Bacch. 17, Ael.NA15.14, Q.S.1.726:—in late [dialect] Ep. [suff] γῠναι-μανέων, as if a part., ib. 735, Nonn.D.2.125, al.II making women mad, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναιμανής
-
3 γυναιμανής
γυναι - μανής ( μαίνομαι): womanmad; Paris, Il. 3.39. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γυναιμανής
-
4 γυναιμανής
γυναι-μανής, = γυναικομανής, weibertoll -
5 γυνή
γυνή, γυναικόςGrammatical information: f.Meaning: `wife, woman' (Il.),Other forms: Boeot. βανά (Corinn.), pl. βανῆκας γυναῖκας H.; Cypr. *βονα does not exist (Masson, Inscr, chypr. 1961, 298). Voc. γύναι from *γυναικ, see Schwyzer 582f. The stem γυν-αικ- prob. from adj. * gʷneh₂-iko- (Szemerényi, AION 2 (1960) 13-30; against Lejeune, Rev. ét. anc. 63 (1961) 435).Compounds: On the forms of γυνή as second member ἄ- ἀνδρό- κατά- μισό- φιλόγυνος, ἀ- ἡμι- καλλι- ὀρσι- φιλογύναιξ, ἀγύναικος, ἀ- ἡμι- κακο- κατα- μισο- πολυ- φιλογύναιος, ἀ- ἀνδρο- μισο- νεο- πολυ- φιλογύνης Sommer Nominalkomp. 62f. Exceptional γύν-ανδρος `hermaphrodite', and γυναι-μανής (Il.). Survey DELG.Derivatives: Diminut. γυναικάριον (Diokl. Com.), γυναίκιον (Longos), γυναικίσκιον παιδίσκιον H. - γυναικίας m. `womanish man' (Eup.; as νεανίας); γυναικωνῖτις `womens room' (Lys.; s. Redard Les noms grecs en - της 110), rare γυναικών (X., as ἀνδρών). - Adj. γυναικήϊος, - εῖος (Od.; as ἀνδρήϊος, - εῖος), γυναικικός (Arist.; as ἀνδρικός), γυναικώδης (Plb.: ἀνδρώδης), γυναικηρός (Diokl. Com.; after πονηρός etc.). - Denom. γυναικίζω, - ομαι `behave like a woman' (Ion.-Att.) with γυναίκισις (Ar.) and γυναικισμός (Plb.); γυναικόομαι, - όω `be, make womanish' (Hp.). - Not from γυναικ- γύννις, - ιδος `womanish man' and γύναιος (cf. δείλαιος), γύναιον `woman'.Etymology: Old word for `woman, wife'. Exact agreement in Skt. (Ved.) gnā́ `woman, goddess' (often disyll.), Av. gǝnā `woman'. With γυναι- agrees Arm. kanay- in plural kanay-k` (nom.) etc.; a - κ- also in Messap. gunakhai `γυναικί' (?), and NPhr. knaikan, knaiko. - Labiovelar also in Goth. qino (n-stem), OIr. ben (ā-stem) `woman', both \< *guen-. The full grade, in Greek replaced by the zero grade, seen in Arm. kin, OPr. genna, OCS žena, Skt. jáni-, Toch. A śäṃ B śana, OIr. ben. Zero grade in OIr. ban- (in comp.), gen. sg. mnā (\< * bnā-s). Lengthened grade in Goth. qens (i-stem) `woman'. Original paradigm proterodynmic h₂-stem gʷen-h₂ (seen in Skt. jáni-), gen. * gʷn-eh₂-s. - On μνάομαι `woo for one's bride' s.s.v.. - Full grade in βενέω, variant of βινέω acc. to De Lamberterie, RPh 65 (1991) 149-160?Page in Frisk: 1,334-335Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γυνή
-
6 γυναικός
γυνή, γυναικόςGrammatical information: f.Meaning: `wife, woman' (Il.),Other forms: Boeot. βανά (Corinn.), pl. βανῆκας γυναῖκας H.; Cypr. *βονα does not exist (Masson, Inscr, chypr. 1961, 298). Voc. γύναι from *γυναικ, see Schwyzer 582f. The stem γυν-αικ- prob. from adj. * gʷneh₂-iko- (Szemerényi, AION 2 (1960) 13-30; against Lejeune, Rev. ét. anc. 63 (1961) 435).Compounds: On the forms of γυνή as second member ἄ- ἀνδρό- κατά- μισό- φιλόγυνος, ἀ- ἡμι- καλλι- ὀρσι- φιλογύναιξ, ἀγύναικος, ἀ- ἡμι- κακο- κατα- μισο- πολυ- φιλογύναιος, ἀ- ἀνδρο- μισο- νεο- πολυ- φιλογύνης Sommer Nominalkomp. 62f. Exceptional γύν-ανδρος `hermaphrodite', and γυναι-μανής (Il.). Survey DELG.Derivatives: Diminut. γυναικάριον (Diokl. Com.), γυναίκιον (Longos), γυναικίσκιον παιδίσκιον H. - γυναικίας m. `womanish man' (Eup.; as νεανίας); γυναικωνῖτις `womens room' (Lys.; s. Redard Les noms grecs en - της 110), rare γυναικών (X., as ἀνδρών). - Adj. γυναικήϊος, - εῖος (Od.; as ἀνδρήϊος, - εῖος), γυναικικός (Arist.; as ἀνδρικός), γυναικώδης (Plb.: ἀνδρώδης), γυναικηρός (Diokl. Com.; after πονηρός etc.). - Denom. γυναικίζω, - ομαι `behave like a woman' (Ion.-Att.) with γυναίκισις (Ar.) and γυναικισμός (Plb.); γυναικόομαι, - όω `be, make womanish' (Hp.). - Not from γυναικ- γύννις, - ιδος `womanish man' and γύναιος (cf. δείλαιος), γύναιον `woman'.Etymology: Old word for `woman, wife'. Exact agreement in Skt. (Ved.) gnā́ `woman, goddess' (often disyll.), Av. gǝnā `woman'. With γυναι- agrees Arm. kanay- in plural kanay-k` (nom.) etc.; a - κ- also in Messap. gunakhai `γυναικί' (?), and NPhr. knaikan, knaiko. - Labiovelar also in Goth. qino (n-stem), OIr. ben (ā-stem) `woman', both \< *guen-. The full grade, in Greek replaced by the zero grade, seen in Arm. kin, OPr. genna, OCS žena, Skt. jáni-, Toch. A śäṃ B śana, OIr. ben. Zero grade in OIr. ban- (in comp.), gen. sg. mnā (\< * bnā-s). Lengthened grade in Goth. qens (i-stem) `woman'. Original paradigm proterodynmic h₂-stem gʷen-h₂ (seen in Skt. jáni-), gen. * gʷn-eh₂-s. - On μνάομαι `woo for one's bride' s.s.v.. - Full grade in βενέω, variant of βινέω acc. to De Lamberterie, RPh 65 (1991) 149-160?Page in Frisk: 1,334-335Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γυναικός
-
7 γυναιμανης
-
8 Ἑκάεργος
Ἑκάεργος, ὁ, expld. by Gramm. (EM319.51, etc.) as,= ὁ ἕκαθεν εἴργων or ἐργαζόμενος, [dialect] Ep. epith. of Apollo, either Subst., Il.1.147, etc., or Adj., 5.439, Od.8.323, Call Ap.11, etc.: fem., ὦ ἑκάεργε, of Artemis, Ar.Th. 972 (lyr.):—also [full] Ἑκαέργη, a daughter of Boreas, Call.Del. 292.II Pythag. name for nine,ἀπὸ τοῦ εἴργειν τὴν ἑκὰς πρόβασιν τοῦ ἀριθμοῦ Theol.Ar.58
. (This word and its cognates (e.g. ἑκατηβελέτης), although connected by Greek writers with ἑκάς, may have originally contained the stem ἑκṇτ-(cf. ἑκών) 'at will'; for the formation of ϝεκα (τ) -ϝεργός, cf. γυναι (κ) -μανής.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑκάεργος
См. также в других словарях:
ηδυμανής — ἡδυμανής, ές (Α) ο γεμάτος γλυκιά μανία, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, ερω μανής, θεο μανής)] … Dictionary of Greek
θεατρομανής — ές (Α θεατρομανής, ές) αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής. ερω μανής, ζηλο μανής] … Dictionary of Greek
ζηλομανής — ζηλομανής, ές (Α) ο μανιώδης από ζηλοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής)] … Dictionary of Greek
ηλιομανής — ἡλιομανής, ὲς (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που αγαπά τον ήλιο μέχρι τρέλας, ο τρελός για τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μανης (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, οινο μανής] … Dictionary of Greek
ημιμανής — ἡμιμανής, ές (Α) 1. μισότρελος 2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, εκ μανής] … Dictionary of Greek
θεομανής — ές (Α θεομανής, ές) αυτός που έγινε μανιακός, παράφρων από θεό, ο δαιμονισμένος («θεομανεῖ λύσση» με μανία που στάλθηκε από τους θεούς, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάνην), πρβλ. γυναι μανής,… … Dictionary of Greek
θηλυμανής — ές (ΑΜ θηλυμανής, ές) (για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες αρχ. αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μανής (< ε μάνην, παθ. αόρ. β τού μαίνομαι), πρβλ. γυναι… … Dictionary of Greek
θρησκομανής — ές θρησκόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
θυρσομανής — θυρσομανής, ές (Α) (ως επίθ. τού Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ναρκο μανής] … Dictionary of Greek
ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] … Dictionary of Greek
ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από … Dictionary of Greek