-
1 γυμνάδδομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνάδδομαι
-
2 γυμνάζω
A : [tense] pf. (lyr.):—[voice] Med., (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐγυμνάσθην [D.]61.43: [tense] pf. γεγύμνασμαι (v. infr.): ([etym.] γυμνός):—train naked, train in gymnastic exercise: generally, train, exercise, τὸ σῶμα, τὴν ψυχήν, Isoc.2.11;ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἵππους X.An.1.2.7
;ἑαυτὸν πρός τι Arr.Epict.2.18.27
: c. inf., γ. τοὺς παῖδάς τι ποιεῖν train or accustom them to do a thing, X.Cyr.1.6.32; γ. τινά τινι accustom him to it, ib.1.2.10;τινὰ περί τι Isoc.10.5
; teach rhetoric, Phld.Rh.2.50S.:—[voice] Med., exercise for oneself, practise,γυμνάσασθαι τέχνην Pl.Grg. 514e
;τὰ περὶ τὰς διαίτας Str.14.2.19
;γυμνάσιον τὸ εἰωθός Ael.VH5.6
; practise gymnastic exercises, Thgn. 1335, Hdt.7.208, Th.1.6. etc.;δρόμῳ IG4.955.8
(ii A. D.), etc.; generally, practise,ναῦς -ομένας X.HG1.1.16
; of a disputer, Arist.Top. 108a13, etc.:—[voice] Pass., ὁ γεγυμνασμένος the trained or practised orator, opp. ὁ εὐφυής, Id.Rh. 1410b8; γεγυμνάσθαι πρός τι, ἔντινι, be trained or practised for or in a thing, Pl.Lg. 626b, 635c;περὶ τὰ ὅπλα γυμνάζεσθαι X.HG6.5.23
: c. acc.,τὰ πρὸς τὰς πολεμικὰς πράξεις γεγυμνασμένοι τὰς ἕξεις.. Arist.Pol. 1319a22
;θήραν Philostr.VA3.9
: c. gen., γεγ. θαλάττης, πολέμων, σοφίας, Id.Her.2.15,3.1,10.1;καρδία γεγ. πλεονεξίας τινί 2 Ep.Pet.2.14
; alsoὕδωρ ὑπὸ συνεχῶν πληγῶν γεγ. καὶ κεκαθαρμένον J.AJ3.1.2
.II metaph., wear out, harass,ἄδην με.. πλάναι γεγυμνάκασι A.Pr. 586
; ; κρυμὸς.. πλευρὰ γυμνάζει χολῆς, of pleurisy, E.Fr. 682:—[voice] Pass.,τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους.. γυμνάζεται A.Pr. 592
.2 investigate, Sammelb. 5941.12 ([voice] Pass., vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνάζω
-
3 γυμνασία
γυμν-ᾰσία, ἡ,A right to use γυμνάσιον, Arist.Pol. 1297a17 (s.v.l.); exercise,σωματικὴ γ. 1 Ep.Ti.4.8
: pl., IG22.1006.65, SIG1073.19 (Olympia, ii A. D.); of military exercises,ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις γ. Plb.4.7.6
; generally, struggle, Str.3.2.7;αἱ καθ' ἡμέραν γ.
lessons,D.H.
Comp.20: metaph. of mental exercise, Iamb.Comm.Math.24; freq. of disputation, Pl.Tht. 169c, Arist. Top. 101a27, al.; training,γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Plb.1.1.2
.2 Rhet., practice: hence, arrangement, disposition, τοῦ διηγήματος Theo Prog.4, cf. Aphth.Prog.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασία
-
4 γυμνάς
II trained, exercised, ποδὶ γυμνάδος ἵππου (restored for γυμνάδας ἵππους) E.Hipp. 1134(lyr.): masc., trained, practised,ἀμφ' ἀρετήν IG3.1322
.III Subst., = γυμνασία orγυμνάσιον, γυμνάδος ἐν τεμένει IG12(7).447
(Amorg.), cf. 12(3).202 ([place name] Astypalaea);γυμνάδος.. πόνον ἐκτελέσαντα Inscr.Cos419.5
: pl., Orph.H.28.5. -
5 γυμνηλός
A poor, needy, Hsch., EM243.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνηλός
-
6 γυμνήσιαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνήσιαι
-
7 γυμνής
II Subst., light-armed foot-soldier, Tyrt.11.35, Hdt.9.63, E.Ph. 1147, X.An.4.1.28, Hell.Oxy.6.5.2 in pl., γυμνῆτες, οἱ, Argive serfs, Poll.3.83, Et.Gud.; also γυμνήσιοι, οἱ, St.Byz.s.v.Χίος, Eust.adD.P.533.3 = Γυμνοσοφισταί, Str.15.1.70. -
8 γυμνόω
A strip naked, τὰ ὀστέα τῶν κρεῶν γ. strip the bones of their flesh, Hdt.4.61;σῶμα γυμνώσαντες εὖ S.Ant. 410
:—Hom. only [voice] Med. and [voice] Pass., strip oneself or be stripped naked,αἰδέομαι γὰρ γυμνοῦσθαι Od.6.222
; mostly of warriors, to be exposed,ὅτεῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη Il.12.428
; , cf. Od.10.341, Call.lamb.1.219; τεῖχος ἐγυμνώθη the wall was left bare, i.e. defenceless, Il.12.399: c. gen., γυμνώθη ῥακέων he stripped himself of his rags, Od.22.1; later γυμνωθὲν ξίφος, δόρυ, Hdt.3.64, A.Th. 624: metaph., to be stripped or deprived of a thing, Pl.R. 601b;ἀφορμῆς Antipho Soph.14
.2 metaph., lay bare,φύσιν τῷ λόγῳ Ph.1.118
:—[voice] Pass., Dam.Pr. 400. -
9 γύμνωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γύμνωσις
-
10 γυμνωτέος
II γυμνωτέον, one must strip, Gal.10.448: pl.,- τέα Them.Or.23.294c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνωτέος
-
11 γδυμν-
см. γυμν\ -
12 ὑμνολογίζω
A = -λογέω, Mart.Cap.1.2 ( γυμν-codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑμνολογίζω
См. также в других словарях:
Список русских православных храмов и приходов Западной Европы — В список включены храмы и приходы, устроенные на средства Российской империи или русской эмиграции и/или придерживающиеся русской богослужебной традиции. Содержание 1 Австрия 2 Бельгия 3 Болгария … Википедия
Καρνειάσιος — Καρνειάσιος, α, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. Καρνειάσιον και Καρνάσιον (ενν. άλσος) ιερό τέμενος αφιερωμένο στον Απόλλωνα Κάρνειο ή Καρνέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνειος + κατάλ. άσιον κατά το γυμν άσιον] … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ανάπαυση — και ανάπαψη, η (AM ἀνάπαυσις και ποιητ. ἄμπαυσις) [ἀναπαύω] 1. διακοπή σωματικής ή πνευματικής εργασίας που επιφέρει κόπωση 2. ξεκούραση, καθησύχαση 3. ξεκούραση στην αιωνιότητα, θάνατος μσν. νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία 2. ειρηνικός βίος, ευημερία … Dictionary of Greek
ανάταση — η (AM ἀνάτασις) [ανατείνω] η ενέργεια του ανατείνω, η τάση προς τα επάνω, ανύψωση νεοελλ. 1. μτφ. ψυχική μεταρσίωση, έξαρση του πνεύματος 2. (Γυμν.) άσκηση στην οποία ο ασκούμενος υψώνει τα χέρια του κατακόρυφα προς τα επάνω με τις παλάμες… … Dictionary of Greek
διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… … Dictionary of Greek
εξάρτηση — η (Α ἐξάρτησις) [εξαρτώ] το αποτέλεσμα τού εξαρτώ, η ανάρτηση, το κρέμασμα νεοελλ. 1. η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή στη διάθεση άλλου ατόμου, συνόλου ή καταστάσεως («εξάρτηση από την κρατική οργάνωση») 2. λογική εξάρτηση, αλληλεξάρτηση 3.… … Dictionary of Greek
λιμνήτης — λιμνήτης, ὁ, θηλ. ῆτις, δωρ. τ. ᾱτις, ιδος, ἡ (Α) 1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις προσωνυμία τής Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. ήτης… … Dictionary of Greek
φαικάσιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τ. τού φαικάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα ά σιον (πρβλ. γυμν άσιον)] … Dictionary of Greek
φοινάς — άδος, ἡ, ΜΑ μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι, η ερυσίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «κόκκινος» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. γυμν άς, νωθρ άς)] … Dictionary of Greek
έλξη — η 1. τράβηγμα. 2. (φυσ.), δύναμη που έχει την τάση να φέρει σε επαφή τα φυσικά σώματα μεταξύ τους ή που συγκρατεί σε επαφή τα μόριά τους: Παγκόσμια έλξη. – Μοριακή έλξη. 3. (χημ.) η τάση των στοιχείων να σχηματίζουν ενώσεις μεταξύ τους, η χημική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)