-
1 γρύλος
-
2 γρῦλος
-
3 Γρύλος
Γρύλοςmasc nom sg -
4 γρῦλος
A pig, porker, Plu.2.986b, Zonar.2 = γόγγρος, Diph.Siph. ap. Ath.8.356a, Nic.Fr.122. -
5 γρύλος
[филос] ουσ. а сверчок,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γρύλος
-
6 γρύλος
[филос]ουσ α сверчок. -
7 γρύλος
cırcır böceği -
8 γρύλος
jackΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γρύλος
-
9 kriko
γρύλος -
10 jack
γρύλος -
11 Γρύλον
Γρύλοςmasc acc sg -
12 Γρύλου
Γρύλοςmasc gen sg -
13 Γρύλων
Γρύλοςmasc gen pl -
14 кузнечик
-
15 γρῦ
Grammatical information: n.?Meaning: with negation, a small measure, often of sounds (Ar.); sch. Ar. Pl. 17 from the grunting of a swine (clearly onomat.); = ὁ ὑπὸ τῳ̃ ὄνυχι ῥύπος H. (also γρύξ) and = γρύτη; a small coin Suid.Other forms: indecl.Derivatives: γρύζω, aor. γρύξαι `grunt' (Ar.), γρυσμός (Agathocl.); γρῦλος, expressive gemination γρύλλος `piglet' (Ath.), metaph. `eel' (Diph. Siph.; because of its thickness and sound, s. Strömberg Fischnamen 68f.); γρυλίων χοῖρος H; as PN Γρῦλος, - ων etc. (Bechtel Hist. Personennamen 581); γρῡλίζω (Ar.; γρυλλίζω rejected by Phryn.) ; γρῡλισμός (Arist.); γρύλλη ὑῶν φωνή H. - γογγρύζειν, γογγρύσαι (H.) influenced by γογγύζειν (s. v.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: With onomat. γρύζω compare Lat. grunnio, grundio, ags. grun(n)ian, OHG NHG grunzen. - Difficult γρωνάδες θήλειαι σύες H., which has been thought to represent the Laconian pronunciation with [u], cf NGr. γουρούνι `swine' ( γέωνα H. an error?) ; s. Kretschmer Glotta 13, 135. - On γρύλλος `caricature' and γρυλλισμός a dance s. v.Page in Frisk: 1,328-329Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γρῦ
-
16 γρύλλος
-
17 гидродомкрат
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидродомкрат
-
18 сверчок
зоол. о γρύλος, το τριζόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сверчок
-
19 вннтовой
вннтов||ойприл1. (снабженный винтом) ἐλικοφόρος, κοχλιωτός:\вннтовой пароход τό ἐλικοκίνητο[ν] ἀτμόπλοιο[ν]· \вннтовой домкрат ὁ κοχλιωτός γρύλος·2. (винтообразный) ἐλικοειδής, κοχλιοειδής, σπειροειδής:\вннтовойая лестница ἡ ἐλικτή κλϊμαξ, ἡ ἐλικοειδής σκάλα· \вннтовойая нарезка ὁ ἐλικας κοχλία· \вннтовойа́я передача ἡ συναρμογή ὁδοντωτών τροχών. -
20 домкрат
домкратм тех. ὁ γρύλος, τό βα-ροῦλκο[ν].
См. также в других словарях:
γρῦλος — pig masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρύλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο … Dictionary of Greek
γρύλος — ο 1. το τριζόνι: Τις νύχτες στο νησί ακούγαμε το τραγούδι του γρύλου. 2. είδος μοχλού για την ανύψωση των τροχών του αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρῦλον — γρῦλος pig masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρύλον — Γρύλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρύλου — Γρύλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρύλων — Γρύλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρύλῳ — Γρύλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π … Dictionary of Greek
γρυλίδες — (gryllidae).Οικογένεια εντόμων της τάξης των ορθοπτέρων, που περιλαμβάνει περίπου 2.000 είδη. Έχουν μικρό σκουρόχρωμο σώμα, μακριές κεραίες και μακρύτερα πίσω πόδια, προσαρμοσμένα στα άλματα· τα θηλυκά είναι εξοπλισμένα με τέρετρο, που το… … Dictionary of Greek