-
1 γρυλλισμός
γρυλλισμός, ὁ, richtiger γρῡλισμός, ὁ, das Grunzen, Arist. H. A. 4, 9.
-
2 γρυλλισμός
γρυλλισμόςEgyptian dance: masc nom sg -
3 γρυλλισμός
γρυλλισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρυλλισμός
-
4 γρυλλισμός
γρυλλισμός od. γρῡλισμός, das Grunzen -
5 γρυλλισμοί
γρυλλισμόςEgyptian dance: masc nom /voc pl -
6 γρυλλισμόν
γρυλλισμόςEgyptian dance: masc acc sg -
7 γρύλλη
-
8 γρουξιά
η, γρούξιμο τό см. γρυλλισμός -
9 γρυλλισμού
-
10 γρυλλισμοῦ
-
11 хрюканье
-я ουδ. (για χοίρους)• γρυλλισμός, γρυσμός, γρούξιμο, γούρλισμα. -
12 γρύλλος
γρύλλος, ὁ,A = γρυλλισμός, Phryn.PSp.58 B.; performer in such a dance, ibid.2 comic figure, caricature, in painting, Plin.HN35.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρύλλος
-
13 γρῦ
Grammatical information: n.?Meaning: with negation, a small measure, often of sounds (Ar.); sch. Ar. Pl. 17 from the grunting of a swine (clearly onomat.); = ὁ ὑπὸ τῳ̃ ὄνυχι ῥύπος H. (also γρύξ) and = γρύτη; a small coin Suid.Other forms: indecl.Derivatives: γρύζω, aor. γρύξαι `grunt' (Ar.), γρυσμός (Agathocl.); γρῦλος, expressive gemination γρύλλος `piglet' (Ath.), metaph. `eel' (Diph. Siph.; because of its thickness and sound, s. Strömberg Fischnamen 68f.); γρυλίων χοῖρος H; as PN Γρῦλος, - ων etc. (Bechtel Hist. Personennamen 581); γρῡλίζω (Ar.; γρυλλίζω rejected by Phryn.) ; γρῡλισμός (Arist.); γρύλλη ὑῶν φωνή H. - γογγρύζειν, γογγρύσαι (H.) influenced by γογγύζειν (s. v.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: With onomat. γρύζω compare Lat. grunnio, grundio, ags. grun(n)ian, OHG NHG grunzen. - Difficult γρωνάδες θήλειαι σύες H., which has been thought to represent the Laconian pronunciation with [u], cf NGr. γουρούνι `swine' ( γέωνα H. an error?) ; s. Kretschmer Glotta 13, 135. - On γρύλλος `caricature' and γρυλλισμός a dance s. v.Page in Frisk: 1,328-329Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γρῦ
-
14 γρύλλος
Grammatical information: m.Meaning: `caricature' (Plin. HN 35, 114);Derivatives: γρυλλο-γραφέω `draw caricatures' (Phld.). Also a dance (Phryn. PS p. 58 B.); thus also γρυλλισμός, with γρύλλος = ὁ ὀρχούμενος (ibid.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Called Egyptian, i.e. hellenistic, by Phrynichos, s. Latte Glotta 34, 190f. Not from the PN Γρύλλος (Plin.) Latte l.c. Further Page, CR 7 (1957)189-191, Maas, Greece and Rome 5 (1958) 71. There is no relation between γρύλλος and γρῦλος. Chantr. thinks the connection between dance and caricature is evident.Page in Frisk: 1,329Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γρύλλος
См. также в других словарях:
γρυλλισμός — Egyptian dance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλισμός — (II) γρυλλισμός, ο (Α) [γρύλλος] αιγυπτιακός χορός … Dictionary of Greek
γρυλλισμοί — γρυλλισμός Egyptian dance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλισμοῦ — γρυλλισμός Egyptian dance masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυλλισμόν — γρυλλισμός Egyptian dance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
картавый — из *кортавый (*kъrtavъ), ср. болr. крътѣние γρυλλισμός grunnitus , словен. zakrtiti строго приказать, поручать , польск. karcic порицать, наказывать , kartac – то же (откуда и укр. картати порицать ); см. Бернекер 1, 670; Брюкнер 220; Мi. ЕW 157 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γρουξιά — η [γρούζω] 1. (για ζώα) ο γρυλλισμός* 2. (για πρόσωπα) μουρμούρισμα … Dictionary of Greek
γρυλίζω — γρυλισμός κ.λπ. βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ … Dictionary of Greek
γρυσμός — γρυσμός, ο (Α) [γρύζω] ο γρυλλισμός … Dictionary of Greek
γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π … Dictionary of Greek
μότο — (I) μουσ. όρος που σημαίνει «με κίνηση» συνδυάζεται συνήθως με όρους τής ρυθμικής αγωγής και προτείνει μια περισσότερο γοργή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moto < ιταλ. moto < λατ. motus «κίνηση» < movēre… … Dictionary of Greek