Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γρυλλισμός

См. также в других словарях:

  • γρυλλισμός — Egyptian dance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλλισμός — (II) γρυλλισμός, ο (Α) [γρύλλος] αιγυπτιακός χορός …   Dictionary of Greek

  • γρυλλισμοί — γρυλλισμός Egyptian dance masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλλισμοῦ — γρυλλισμός Egyptian dance masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλλισμόν — γρυλλισμός Egyptian dance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • картавый — из *кортавый (*kъrtavъ), ср. болr. крътѣние γρυλλισμός grunnitus , словен. zakrtiti строго приказать, поручать , польск. karcic порицать, наказывать , kartac – то же (откуда и укр. картати порицать ); см. Бернекер 1, 670; Брюкнер 220; Мi. ЕW 157 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γρουξιά — η [γρούζω] 1. (για ζώα) ο γρυλλισμός* 2. (για πρόσωπα) μουρμούρισμα …   Dictionary of Greek

  • γρυλίζω — γρυλισμός κ.λπ. βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • γρυσμός — γρυσμός, ο (Α) [γρύζω] ο γρυλλισμός …   Dictionary of Greek

  • γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • μότο — (I) μουσ. όρος που σημαίνει «με κίνηση» συνδυάζεται συνήθως με όρους τής ρυθμικής αγωγής και προτείνει μια περισσότερο γοργή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moto < ιταλ. moto < λατ. motus «κίνηση» < movēre… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»