-
1 γρυπον
-
2 γρυπόν
γρῡπόν, γρυπόςhook-nosed: masc acc sgγρῡπόν, γρυπόςhook-nosed: neut nom /voc /acc sg -
3 σιμον
τό1) подъем, крутизнаπρὸς τὸ σ. Xen., Arst. — в гору;
ὑπερβάλλειν τὰ σιμά Xen. — преодолевать подъемы2) вздернутость или приплюснутость(τῆς ῥινός Xen.)
-
4 γρυπός
-
5 ὀξύρριν
A with sharp or fine nose, Hp.Epid.2.5.1 :—also [suff] ὀξύρρινος, ον, interpol. in Zonar. s.v. Γρυπόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύρριν
См. также в других словарях:
γρυπόν — γρῡπόν , γρυπός hook nosed masc acc sg γρῡπόν , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… … Dictionary of Greek
σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το … Dictionary of Greek