-
1 ὀξύρριν
A with sharp or fine nose, Hp.Epid.2.5.1 :—also [suff] ὀξύρρινος, ον, interpol. in Zonar. s.v. Γρυπόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύρριν
См. также в других словарях:
οξύρριν — ὀξύρριν ή ὀξύρρις, ινος, ὁ, ἡ (Α) οξύρρινος, αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ρριν / ρρις (< ῥίς, ῥινός), πρβλ. μικρό ρριν / μικρό ρρις] … Dictionary of Greek