-
1 γρόνθος
Grammatical information: m.Meaning: `fist' ( PAmh. 2, 141, 10, IVp, sch., Gloss.), `breadth of a hand' (Aq.), also `grasp, spoke of a machine'.Derivatives: γρόνθων ἀναφύσησις, ην πρώτην μανθάνουσιν αὑληταὶ καὶ κιθαρισταί (H., Poll.), (to γρόνθος?) γρονθωνεύεται (cod. - θον-) θυμοῦται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One has distinguished a suffix - θος (cf. μασθός, βρόχθος, κύσθος) and compared ONo. krumma f. `hand', OHG krimman `press', and Lat. gremium `lap, womb'. Lith. grùmdau `von oben gewaltsam stoßend stopfen' belongs to the productive iterative-intensives in - dau (cf. grumiù, grùmti `press into, fill'). All quite uncertain.Page in Frisk: 1,327-328Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γρόνθος
-
2 γρόνθος
γρόνθοςfist: masc nom sg -
3 γρόνθος
γρόνθος, ὁ,A = πυγμή, fist, Gloss. Oxy.1099.18, Hsch., etc.;κατέκτειναν γρόνθοις καὶ λακτίσμασι PAmh.2.141.10
(iv A. D.); γρόνθῳ παίσας Sch.Il.2.220; γ. παλαστιαῖος, = σπιθαμή, Aq.Jd.3.16, al., cf. Hero *Geom.4.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρόνθος
-
4 γρόνθον
γρόνθοςfist: masc acc sg -
5 γρόνθου
γρόνθοςfist: masc gen sg -
6 γρόνθους
γρόνθοςfist: masc acc pl -
7 γρόνθων
γρόνθοςfist: masc gen plγρόνθωνfirst lessons on the flute: masc nom /voc sg -
8 γρόνθω
-
9 γρόνθῳ
-
10 γρονθάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρονθάριον
См. также в других словарях:
γρόνθος — fist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόνθος — ο βλ. γρόθος … Dictionary of Greek
γρόνθον — γρόνθος fist masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόνθου — γρόνθος fist masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόνθους — γρόνθος fist masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόνθων — γρόνθος fist masc gen pl γρόνθων first lessons on the flute masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόνθῳ — γρόνθος fist masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόθος — και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος) 1. η γροθιά 2. μέτρο μήκους μσν. το άκρο τού χεριού αρχ. πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά» … Dictionary of Greek
грудь — ж., укр. грудь, болг. гръди мн., сербохорв. гру̑ди мн., словен. grȏd, чеш. hrud ж., слвц. hrud , польск. стар. grędzi. Родственно лат. grandis великий, величественный , греч. βρένθος гордость , βρενθύ̄ομαι держу себя гордо ; см. Видеман, ВВ 13 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βρόχθος — βρόχθος, ο (Α) 1. ο φάρυγγας 2. κατάποση μικρής ποσότητας υγρού, γουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθημα θος απαντά σε λέξεις που σημαίνουν μέλος του σώματος (πρβλ. γνάθος, γρόνθος, στήθος). Συνδέεται με τα μσν. άνω γερμ. Krage «λαιμός», μσν … Dictionary of Greek
πυξ — πύξ ΝΑ επίρρ. φρ. «πυξ (και) λαξ» με γροθιές και κλοτσιές αρχ. 1. με την πυγμή, με τη γροθιά («πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα», Ομ. Ιλ.) 2. ως προς την πυγμαχία («πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «πὺξ ἔχω τοὺς δακτύλους» έχω τα δάχτυλα… … Dictionary of Greek