Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γρηγοριανός

См. также в других словарях:

  • γρηγοριανός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με ιστορικό πρόσωπο με το όνομα Γρηγόριος. 2. γρηγοριανό ημερολόγιο, το ημερολόγιο που θεσπίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»