-
1 γρηγοριανός
γρηγοριανός, -η, -ο1) григорианский;2) γρηγοριανό / νέο ημερολόγιο — григорианский календарь, новый стильΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > γρηγοριανός
-
2 ημερολόγιο
ημερολόγιο τοкалендарь, церковный календарь;ΦΡ.ιουλιανό / παλιό ημερολόγιο το — юлианский / старый календарь (старый стиль), см. ιουλιανόςγρηγοριανό / νέο ημερολόγιο το — григорианский / новый календарь (новый стиль), см. γρηγοριανόςΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ημερολόγιο
-
3 григорианский
См. также в других словарях:
γρηγοριανός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με ιστορικό πρόσωπο με το όνομα Γρηγόριος. 2. γρηγοριανό ημερολόγιο, το ημερολόγιο που θεσπίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek