-
1 Ιουλιανός
-
2 Ἰουλιανός
-
3 ιουλιανός
ιουλιανός, -η, -ό1) юлианский;2) ιουλιανό ημερολόγιο το юлианский календарь – календарь, который был принят при императоре Юлие Цезаре в 46 г. до Р.Х. Юлианский календарь ориентирован на звездный год, который разделяется на 12 месяцев или 365 дней (366 дней каждые четыре года) и в каждом месяце 30 или 31 день – кроме Февраля, в котором 28 (29 дней каждые четыре года). По юлианскому календарю строят свою литургическую жизнь следующие Православные Церкви: Иерусалимская, Русская, Сербская, Святой Горы Афон и Грузинская -
4 ιουλιανός
η, ό[ν]1) июльский; 2) юлианский;ιουλιανό ημερολόγιο — юлианский календарь
-
5 θυέλλειος
-
6 Ιουλιανοίο
-
7 Ἰουλιανοῖο
-
8 Ιουλιανού
-
9 Ἰουλιανοῦ
-
10 Ιουλιανοί
-
11 Ἰουλιανοί
-
12 Ιουλιανούς
-
13 Ἰουλιανούς
-
14 Ιουλιανώ
-
15 Ἰουλιανῷ
-
16 Ιουλιανώι
-
17 Ἰουλιανῶι
-
18 Ιουλιανέ
-
19 Ἰουλιανέ
-
20 Ιουλιανόν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἰουλιανός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιουλιανός των Μεδίκων — (1479 – 1516). Φλωρεντινός ευγενής. Ήταν ο τρίτος γιος του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπή και αδελφός του Πέτρου και του Ιωάννη, γνωστού και με το παπικό όνομα Λέων I’. Όταν ο Πέτρος διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο (1492 94), έδειξε τέτοια… … Dictionary of Greek
ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… … Dictionary of Greek
Ιουλιανός — ο 1. κύριο όνομα. 2. όνομα αυτοκράτορα του Βυζαντίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιουλιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στον Ιούλιο Καίσαρα: Ιουλιανό ημερολόγιο. 2. αυτός που αναφέρεται στο μήνα Ιούλιο: Ιουλιανή επανάσταση. – Ιουλιανό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σάλβιος Ιουλιανός — (Salvius Julianus). Βλ. λ. Ιουλιανός … Dictionary of Greek
Δίδιος, Ιουλιανός — (Marcus Didius Salvius Julianus, 133 – 193 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (193). Έγινε αυτοκράτορας εξαγοράζοντας τον θρόνο σε δημοπρασία, και τον κράτησε επί 60 ημέρες (κατά άλλους επί 7 μήνες). Έπειτα από λίγους μήνες δολοφονήθηκε, όπως και ο… … Dictionary of Greek
Ἰουλιανοῖο — Ἰουλιανός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουλιανοί — Ἰουλιανός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουλιανοῦ — Ἰουλιανός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουλιανούς — Ἰουλιανός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)