-
1 γραφικος
31) писчий, письменныйγραφικὸν ῥέεθρον Anth. = μέλασμα;
γραφικὸν ἁμάρτημα Polyb. — ошибка переписчика, описка2) письменный, литературный(λέξις Arst.; ὑπόθεσις Plut.; δύναμις Luc.)
3) нарисованный, изображенный(Ἔρωτες Plut.)
4) обладающий литературным талантом, умеющий писать(ἀνήρ Plut.)
5) умеющий рисовать, знакомый с живописью Plat.6) живописный(πρόσοψις Diod.)
-
2 γραφικός
η, ό[ν]1) письменный, писчий; относящийся к письму;γραφική ύλη — письменные принадлежности;
γραφικός χαρακτήρας — почерк;
2) канцелярский;γραφικά έξοδα — канцелярские расходы;
3) графический, изобразительный; полиграфический;γραφικές τέχνες — полиграфическая промышленность;
4) живописный, красочный; яркий, образный;γραφική διήγηση — яркий рассказ;
γραφικό τοπίο — живописный пейзаж;
5) библейский, относящийся к священному писанию;§ γραφικό σφάλμα ( — или λάθος) — описка
-
3 γραφικός
3 знающий живопись -
4 ξυγγραφικος
31) писательский, литературный(δεινότης Luc.)
2) занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой)(ὅ πλούσιος Luc.)
3) летописный, исторический -
5 παραγραφικος
-
6 συγγραφικος
31) писательский, литературный(δεινότης Luc.)
2) занимающийся литературной деятельностью, пишущий (прозой)(ὅ πλούσιος Luc.)
3) летописный, исторический -
7 λοξός
-
8 χαρακτήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο1) характер, нрав;άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα — человек с сильным характером;
2) перен. характерная, отличительная черта;κύριος χαρακτήρας — основная, главная черта, особенность;
3) полигр, литера;4) грам, конечный гласный основы;§ γραφικός χαρακτήρας — почерк;
χαρακτήρας του λόγου — стиль речи
См. также в других словарях:
γραφικός — capable of drawing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… … Dictionary of Greek
γραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη γραφή: Αυτός δεν είναι ο γραφικός μου χαρακτήρας. 2. αυτός που αναφέρεται στη ζωγραφική απεικόνιση: Γραφικές τέχνες. 3. αυτός που έχει ιδιαίτερη παρουσία, παραστατικός: Περάσαμε τις γιορτές σ’ ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραφικά — γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc pl γραφικά̱ , γραφικός capable of drawing fem nom/voc/acc dual γραφικά̱ , γραφικός capable of drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικώτερον — γραφικός capable of drawing adverbial comp γραφικός capable of drawing masc acc comp sg γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικῶν — γραφικός capable of drawing fem gen pl γραφικός capable of drawing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικόν — γραφικός capable of drawing masc acc sg γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικώτατα — γραφικός capable of drawing adverbial superl γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικαῖς — γραφικός capable of drawing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικαί — γραφικός capable of drawing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικοῖο — γραφικός capable of drawing masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)