-
1 λεπτό-γραμμος
λεπτό-γραμμος, feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, βιβλίον Luc. Conviv. 17.
-
2 λεπτόγραμμος
λεπτό-γραμμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόγραμμος
-
3 λεπτόγραμμος
λεπτό-γραμμος, feinlinig, mit seinen Strichen, fein gerieben -
4 λεπτογραμμος
См. также в других словарях:
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
ισόγραμμος — η, ο αυτός που έχει ίσες γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτό γραμμος, μονό γραμμος] … Dictionary of Greek
μονόγραμμος — η, ο (Α μονόγραμμος, ον) αυτός που αποτελείται από μία μόνο γραμμή αρχ. 1. (για ζωγραφιά) αυτή που σύγκειται μόνο, από γραμμές ιχνογράφημα, σκίτσο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόγραμμον είδος ιχνογραφήματος που αποτελείται μόνο από γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek