Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λεπτό-γραμμος

См. также в других словарях:

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • ισόγραμμος — η, ο αυτός που έχει ίσες γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτό γραμμος, μονό γραμμος] …   Dictionary of Greek

  • μονόγραμμος — η, ο (Α μονόγραμμος, ον) αυτός που αποτελείται από μία μόνο γραμμή αρχ. 1. (για ζωγραφιά) αυτή που σύγκειται μόνο, από γραμμές ιχνογράφημα, σκίτσο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόγραμμον είδος ιχνογραφήματος που αποτελείται μόνο από γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»