-
1 вельбот
1. (китобоец) η φαλαινίδα, το φαλαινοθηρικό (το σκάφος που χρησιμοποιείται για φαλαινοθυρία) 2. (шлюпка) η γρήγορη κωπηλάτη λέμβος (έως 8 κουπιά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вельбот
-
2 доставка
η παράδοσ/η, η διανομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доставка
-
3 замирание
1. (радиосигнала) η διάλειψηчастотно-избирательное - των συχνοτήτων, επιλεκτική2. (колебаний, звука и т.п.) η παύση, η πτώση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замирание
-
4 киносъёмка
η κινηματογραφική λήψη, το γύρισμα (της ταινίας), η κινηματογράφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > киносъёмка
-
5 ответ
η απάντησηη ανταπόκριση, η απόκρισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ответ
-
6 поставка
1. (доставка) η παράδοσ/η- на условиях СИФ - με όρους C.I.F (κόστος, ασφάλεια2. (снабжение) η προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставка
-
7 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
8 беглый
бе́гл||ыйприл1. (убежавший) δραπέτης, φυγάς;2. (быстрый, легкий) ταχύς, γοργός, εὐχερής:\беглыйое чтение ἡ εὐχέρεια στό διάβασμα;3. (поверхностный) βιαστικός, πρόχειρος, σύντομος:\беглыйое замечание ἡ σύντομη παρατήρηση; \беглыйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά; ◊ \беглыйый огонь воен. τό πυκνό πῦρ. -
9 взгляд
взглядм1. τό βλέμμα, ἡ ματιά:беглый \взгляд ἡ γρήγορη ματιά· пристальный \взгляд τό ἐπίμονο βλεμμα· устремить \взгляд ἀτενίζω, καρφώνω τό βλεμμα· бросить \взгляд на кого-л. ρίχνω μιά ματιά σέ κάποιον2. (точка зрения) ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη [-ις]:политические \взгляды οἱ πολιτικές ἀπόψεις, τά πολιτικά φρονήματα· расходиться во \взглядах διίστανται οἱ ἀπόψεις μας, ἐχουμε διαφορετική γνώμη· на мой \взгляд κατά τή γνώμη μου· ◊ и а \взгляд ἀπ' ὀτι φαίνεται· на первый \взгляд ἐκ πρώτης ὀψεως· с первого \взгляда ἀπό τήν πρώτη ματιά. -
10 видеться
ви́де||ться1. βλέπομαι, συναντιέμαι:мы редко видимся βλεπόμαστε σπάνια· \видетьсяться с друзьями βλέπομαι, συναντιέμαι μέ τους φίλους·2. (представляться) βλέπω:ему уже видится близкая победа ήδη βλέπει γρήγορη τή νίκη·3. безл (во сне):мне виделось, что... είδα στον ὕπνο μου, ὀτι... -
11 мнмолетный
мнмолетн||ыйприл1. διαβατάρικος·2. (быстрый, беглый, непрочный) πρόσκαιρος, ἐ4>ήΐ-ερος, παροδικός:\мнмолетныйый взгляд ἡ γρήγορη ματιά· мелькнула \мнмолетныйая мысль γιά μιά στιγμή μοῦ πέρασε ἀπό τόν νοῦ· \мнмолетныйая радость ἡ ἐφήμερη χαρά. -
12 молинеиосный
молинеиосн||ыйприл в разн. знач. κεραυνοβόλος:с \молинеиосныйой быстротой μέ ταχύτητα ἀστραπής, σαν ἀστραπή· ки́иуть \молинеиосный взгляд ρίχνω μιά γρήγορη ματιά, ρίχνω ἀστραπιαίο βλέμμα.' -
13 окончание
окончаниес1. (завершение) ἡ ἀποπε-ράτωση [-ις], τό τελείωμα, τό τέλος / ἡ λήξις προθεσμίας (срока):по \окончаниении учебы μετά τήν ἀποπεράτωση τών σπουδών μου· по \окончаниении университета ὀταν τελειώσω τό πανεπιστήμιο· по \окончаниении концерта μόλις τελειώσει ἡ συναυλία· быстрое \окончание ἡ γρήγορη ἀποπεράτωση·2. (заключит, часть, конец чего-л.) τό τέλος:\окончание следует ἐπεται τό τέλος·3. грам. ἡ κατάληξη [-ις]· -
14 свидание
свидани||ес τό ραντεβοῦ / ἡ συνέντευ-ξη [-ις], ἡ συνάντηση [-ις] (деловое):назначать \свидание а) δίνω ραντεβοῦ (любовное), б) ὁρίζω συνάντηση (деловое)· идти на \свидание πηγαίνω στό ραντεβοῦ· ◊ до \свиданиея ἀντίο!, ὠρ' βουάρ!, χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή ἀντάμωση!· до скорого \свиданиея! γρήγορη ἀντάμωση! -
15 dash
[dæʃ] 1. verb1) (to move with speed and violence: A man dashed into a shop.) ορμώ2) (to knock, throw etc violently, especially so as to break: He dashed the bottle to pieces against the wall.) εκσφενδονίζω3) (to bring down suddenly and violently or to make very depressed: Our hopes were dashed.) συντρίβω/αποθαρρύνω2. noun1) (a sudden rush or movement: The child made a dash for the door.) γρήγορη κίνηση2) (a small amount of something, especially liquid: whisky with a dash of soda.) μικρή ποσότητα3) ((in writing) a short line (-) to show a break in a sentence etc.) παύλα4) (energy and enthusiasm: All his activities showed the same dash and spirit.) ενεργητικότητα,σφρίγος•- dashing- dash off -
16 peek
-
17 peep
I 1. [pi:p] verb1) (to look through a narrow opening or from behind something: She peeped through the window.) κρυφοκοιτάζω,κάνω μάτι2) (to look quickly and in secret: He peeped at the answers at the back of the book.) κρυφοκοιτάζω2. noun(a quick look (usually in secret): She took a peep at the visitor.) γρήγορη ματιά,ματιά στα κρυφάII 1. [pi:p] verb(to make a high pitched sound: The car horns were peeping.) τσιρίζω2. noun(such a sound: the peep of a car horn.) τσίριγμα -
18 scan
[skæn] 1. past tense, past participle - scanned; verb1) (to examine carefully: He scanned the horizon for any sign of a ship.) εξετάζω λεπτομερώς,ανιχνεύω2) (to look at quickly but not in detail: She scanned the newspaper for news of the murder.) ρίχνω μια γρήγορη ματιά3) (to pass radar beams etc over: The area was scanned for signs of enemy aircraft.) σαρώνω4) (to pass an electronic or laser beam over a text or picture in order to store it in the memory of a computer.) σκανάρω5) (to examine and get an image of what is inside a person's body or an object by using ultra-sound and x-ray: They scanned his luggage at the airport to see if he was carrying drugs.) κάνω ακτινογραφία6) (to fit into a particular rhythm or metre: The second line of that verse doesn't scan properly.) αναλύω μετρικά,έχω το σωστό μέτρο2. nounShe had an ultrasound scan to see whether the baby was a boy or a girl; a brain scan; a quick scan through the report.) (ιατρική) -γράφημα- scanner -
19 whisk
[wisk] 1. verb1) (to sweep, or cause to move, rapidly: He whisked the dirty dishes off the table; He whisked her off to the doctor.) αρπάζω, παίρνω γρήγορα2) (to beat (eggs etc) with a fork or whisk.) χτυπώ2. noun1) (a rapid, sweeping motion.) τίναγμα, γρήγορη (σαρωτική) κίνηση2) (a kitchen tool made of wire etc, for beating eggs, cream etc.) χτυπητήρι, σύρμα -
20 буйный
επ., βρ: буен, буйна, буйно.1. ορμητικός, δυνατός, σφοδρός, φουριόζικος•порыв δυνατή ορμή•
γρήγορος, γοργός•буйный рост трав γρήγορη ανάπτυξη των χόρτων.
2. μτφ. παράφορος•буйный характер παράφορος χαρακτήρας•
-ая головушка παράτολμος άνθρωπος (ριψοκίνδυνος).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γρηγορῇ — γρηγορέω to be pres subj mp 2nd sg γρηγορέω to be pres ind mp 2nd sg γρηγορέω to be pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek