Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γράψε

  • 1 γράψε

    γράφω
    scratch: aor ind act 3rd sg (epic ionic)

    Morphologia Graeca > γράψε

  • 2 пропасть

    пропа||сть I
    совх см. пропадать· \пропастьвший без вести ἐξαφανισθείς· ◊ \пропастьло дело! πάει χαμένη ἡ ὑπόθεση!· я \пропастьл! χάθηκα!· пиши \пропастьло! разг γράψε ἀλοίμονο!, βάψ° τά μαϋρα!· \пропастьди́ (он) пропадом! разг δέν πάει νά γκρεμιστεί!
    пропаст||ь II ж
    1. ἡ ἄβυσσος, τό χάσμα, τό βάραθρο[ν], ὁ κρημνός, ὁ γκρεμός:
    на краю \пропастьи στό χείλος τοῦ γκρεμοῦ·
    2. (множество) разг πλήθος, πληθώρα, ἀφθονία:
    там было \пропасть народу ἐκεῖ ήταν πλήθος κόσμου· ◊ тьфу, \пропастьΙ φτοῦ νά πάρει ἡ ὁργή!

    Русско-новогреческий словарь > пропасть

  • 3 сверху

    сверху
    нареч
    1. (на поверхности) ἀποπάνω, ἀνωθεν:
    напиши \сверху γράψε ἀπο-πάνω·
    2. (с высоты) ἀπό ψηλά, ἐξ ὕψους:
    вид \сверху ἡ κάτοψις, ἡ ἄποψη ἀπό ψηλα· смотреть \сверху вниз а) κοιτάζω ἀπό πάνω προς τά κάτω, б) перен κοιτάζω ἀφ· ὑψηλού·
    3. перен ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω, ἀπό πάνω:
    директива \сверху ἐντολή ἀπό πάνω· ◊ \сверху донизу а) ἀπό πάνω ὡς κάτω, б) перен ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια (с головы до пят)· глядеть \сверху вниз на кого-л. κυττάζω κάποιον ἀφ' ὑψηλοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > сверху

  • 4 άμα

    1. επίρρ. одновременно с, вместе с; сразу (же) после;

    άμα τη αφίξει — с приездом, сразу по приезде;

    άμα τη λήψει — по получении;

    άμα τη αγγελία — одновременно с известием;

    άμα τή ημέρα — на рассвете, с наступлением дня;

    άμα τη εμφανίσει — а) при первом появлении; — б) при предъявлении;

    § εν τω άμα — вмиг, мгновенно;

    άμ· έπος άμ· έργον сказано — сделано;
    2. σονδ. 1) если;

    άμα θέλεις — если хочешь;

    2) когда; как только;

    άμα θά·ρθείς — когда придёшь;

    § άμα τον ξαναϊδείς γράψε τον поминай как звали; и был таков

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άμα

  • 5 γράφω

    1. μετ.
    1) писать;

    γράφω με μολύβι — писать карандашом;

    γράφω ευανάγνωστα (δυσανάγνωστα) — писать разборчиво (неразборчиво);

    γράφω καθ' υπαγόρευσιν — писать п°Д диктовку;

    γράφω σε πεζό (σε στίχους) — писать прозой (стихами);

    2) записывать; заносить (в список, в книгу); регистрировать; включать (в счёт);

    γράφ τό παιδί στο σχολείο — записать ребёнка в школу;

    γράφω στα πρακτικά — заносить в протокол;

    3) завещать; отказывать (уст); записывать, переводить на чье-л. имя (имущество);

    γράφ τό σπίτι στη γυναίκα μου — пе-

    ревести дом на имя жены; завещать дом жене;

    § τον (την, σε...) γράφ στα παλτά μου τα παπούτσια — я его ни во что не ставлю;

    τό γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια — не придавать чему-л. значения; — не принимать чего-л. всерьёз;

    πού το βρήκες γραμμένο; где ты это вычитал?, в каком уставе это писано?;

    να μας γράφεις! — скатертью дорога!;

    γράφ' το στο μυαλό σου заруби себе на носу;
    6*ν τον ξαναδείς, γράψε τον с тех пор его и видели;

    ό, τι γράφει δεν ξεγράφει — посл. ** от своей судьбы не уйдёшь;

    2. αμετ. писать; уметь писать;

    ούτε γράφει, ούτε διαβάζει — он не умеет ни писать, ни читать;

    η πέννα μου δεν γράφει — моя ручка не пишет;

    γράφομαι — записываться, зачисляться (куда-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γράφω

  • 6 μόλις

    1. επίρρ.
    1) едва, еле-еле;

    μόλις αναπνέει — он едва дышит;

    2) едва, только;

    μόλις (τώρα) — только что;

    μόλις έφυγε το τραίνο — только что ушёл поезд;

    2. σόνδ. как только, чуть только; лишь только; едва только;

    μόλις με χρειαστείς, γράψε μου — как только я тебе понадоблюсь, напиши мне;

    μόλις μπήκε... — лишь только он вошёл...;

    μόλις τον πάρει ο ΰπνος... — как только он уснёт...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μόλις

  • 7 γράψ'

    γράψα, γράφω
    scratch: aor ind act 1st sg (epic ionic)
    γράψε, γράφω
    scratch: aor ind act 3rd sg (epic ionic)
    γράψαι, γράφω
    scratch: aor imperat mid 2nd sg
    γράψαι, γράφω
    scratch: aor inf act

    Morphologia Graeca > γράψ'

  • 8 γράψεν

    γράφω
    scratch: aor ind act 3rd sg (epic ionic)
    γράψε̄ν, γράφω
    scratch: fut inf act (epic doric)

    Morphologia Graeca > γράψεν

  • 9 терпеть

    терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -о
    ρ.δ.
    1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•

    терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•

    терпеть боль βαστώ τον πόνο•

    -и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.

    || ανέχομαι, σηκώνω•

    он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•

    он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•

    дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.

    2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•

    терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•

    -поражение δοκιμάζω ήττα•

    терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•

    терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•

    терпеть лишения περνώ στερήσεις.

    || περιμένω, καρτερώ•

    дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•

    время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•

    время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.

    εκφρ.
    бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).
    ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > терпеть

  • 10 четвёрка

    θ.
    1. το τεσσάρι•

    пиши -у γράψε τεσσάρι.

    || ο αριθμός 4 των λεωφορείων, τρόλεϋ, τραμ κλπ.• сесть на -у κάθομαι στο τέσσερα (μεταφορ. μέσο)•

    жду -у περιμένω το τέσσερα.

    2. ο σχολικός βαθμός 4 (πολύ καλά).
    3. το τεσσάρι των παιγνιόχαρτων
    4. τετράδα ζευγμένων αλόγων.
    5. (γενικά) η τετράδα.
    6. τετράκωπη βάρκα.

    Большой русско-греческий словарь > четвёрка

  • 11 γράφω

    γράφω, aor. γράψε: scratch, graze; ὀστέον, reached by the point of the lance, Il. 17.599 ; σήματα ἐν πίνακι, symbols graven on a tablet, Il. 6.169.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γράφω

См. также в других словарях:

  • γράψε — γράφω scratch aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • ζύγι, το — ζύγι, το, 1 . βαρίδι της στάθμης των χτιστών. 2. ζύγισμα: Με έκλεψαν στο ζύγι. 3. το σύνολο των πραγμάτων που ζυγίζονται κάθε φορά: Γράψε πόσα κιλά είναι το κάθε ζύγι. 4. πληθ. ζύγια, τα τα σταθμά. 5. τα μικρά νήματα που συνδέουν το χαρταετό με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλαίος — α, ο 1. πρώτος, κύριος. 2. το ουδ. κεφαλαίο ως ουσ., σημαίνει το κεφαλαίο, το μεγάλο γράμμα του αλφαβήτου: Τα γραψε με κεφαλαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπόταν — σύνδ. χρον., οπότε, όταν: Γράψε μου οπόταν ευκαιρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράδειγμα — το 1. υπόδειγμα, πρότυπο για να το μιμηθεί κανείς, δείγμα για να καταλάβει κάτι: Η σύνεση του πατέρα είναι μεγάλο παράδειγμα για τα παιδιά του (Δημόκριτος). 2. πάθημα για μάθημα: Ας πάρουν οι άλλοι παράδειγμα από την τιμωρία του συμμαθητή τους. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψηφί — το 1. καθένας από τους αραβικούς αριθμούς, αριθμός: Γράψε έναν αριθμό με τρία ψηφία. 2. σημείο που παρασταίνει αριθμό ή γράμμα του αλφάβητου. 3. στην τυπογραφία, τυπογραφικό στοιχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γράψ' — γράψα , γράφω scratch aor ind act 1st sg (epic ionic) γράψε , γράφω scratch aor ind act 3rd sg (epic ionic) γράψαι , γράφω scratch aor imperat mid 2nd sg γράψαι , γράφω scratch aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράψεν — γράφω scratch aor ind act 3rd sg (epic ionic) γράψε̄ν , γράφω scratch fut inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»