-
1 γονέων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γονέων
-
2 εκτιμος
-
3 ευχη
ἥ1) мольба, молитваεὐχὰς εὔχεσθαι или εὐχαῖς χρῆσθαι Plat. и εὐχὰς ποιεῖσθαι Arst. — обращаться с молитвами, молиться;
τινὰ εὐχῇσι λίσσεσθαι Hom. — воссылать моления к кому-л.;ἐν θεῶν εὐχαῖσι κοινόν τινα ποιεῖσθαι Soph. — допустить кого-л. к участию в богослужениях2) культ. обетεὐχέν ἔχειν NT. — дать обет;
ἐξ εὐχῆς Anth. — по обету3) (заветное или неосуществимое) желание, плод воображения, мечтаεὐχαῖς ὅμοια λέγειν Plat. — говорить о неосуществимом;
κατ΄ εὐχήν Plat., Arst. — в соответствии с желанием;ἄξια εὐχῆς Isocr. — вещи, достойные пожелания4) проклятие или благословение(γονέων εὐχαί Plat.)
πατρὸς κατ΄ εὐχάς Aesch. — согласно отцовским проклятиям -
4 θεραπεια
ион. θεραπηΐη ἥ тж. pl.1) религиозное служение, почитание, культ(θεῶν τε καὴ δαιμόνων καὴ ἡρώων Plat.; περὴ τοὺς θεούς Isocr.)
τέν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. — поклоняться богам2) уважение, внимание(γονέων Plat.)
πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. — окружать глубоким почитанием;θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. — уважение к народу;ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. — относиться с большим уважением3) уход, забота, попечение(τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.)
παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. — дети, очень еще нуждающиеся в попечении4) уход, выращивание(τῶν καρπῶν Plat.)
5) забота, приготовление(τῶν ποπάνων καὴ ἑψημάτων Plat.)
ἐν ἐσθῆτι καὴ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. — в необычайно пышном наряде6) врачебный уход, лечение(τῶν καμνόντων Plat.)
αἱ περὴ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὴ θεραπεῖαι Isocr. — многие способы лечения телесных болезней7) свита, охрана(ἥ ἱππικέ θ. Xen.)
ὅ ἐπὴ τῆς θεραπείας Polyb. — начальник корпуса телохранителей8) прислуга, слуги -
5 ορφανος
I3 и 21) осиротевший(τέκνα Hes.; παῖς Soph.; ὄρνις Arph.; δόμος Eur.)
2) лишившийся, потерявший(ἑταίρων Pind.; τοῦ πατρός Dem.; γονέων Plut.)
κενῆς εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος Soph. — оставшееся без птенцов гнездо3) не имеющий, лишенныйὀ. ἐπιστήμης Plat. — лишенный знания, невежественный;
ὀ. ὕβριος Pind. — не знающий высокомерия;ὀ. ἀγκίστρου κάλαμος Anth. — удилище без крючкаIIὅ сирота Plat. -
6 προσομοιος
-
7 στοργη
-
8 γονέας
[-εύς (-εως)] ο родитель, отец;οι γονέοι — или γονείς — родители;
§ πείνα και των γονέων — сильный голод
-
9 αμαρτία
αμαρτία η κ. αμάρτημα τοгрех, прегрешение, грехопадение:τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;
ΦΡ.πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдатьσιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих греховαμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грехασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)Этим.дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»* -
10 αμάρτημα
αμαρτία η κ. αμάρτημα τοгрех, прегрешение, грехопадение:τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;
ΦΡ.πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдатьσιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих греховαμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грехασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)Этим.дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»* -
11 ευλογία
ευλογία ηблагословение –1) молитва, которую священник направляет к Богу с помощью особых священнодействий (каждение, окропление и т.д.);2) символический жест священника рукой, которой он благословляет;3) частички просфоры, которые священник раздает в конце Божественной Литургии верующим со словами молитвы «ευλογία Κυρίου…» — «благословение Господне…»;4) благословение, которое обычно дают родители детям на исполнение их намерений и желаний:πήρε την ευλογία των γονέων του για τον γάμο — он заручился благословением своих родителей на женитьбу
η ευλογία της μάνας — благословение матери;
ΦΡ.ευλογία Θεού — благословение Божие;5) евлогия – памятный предмет, привозимый паломниками из святых местЭтим.< дргр. ευ- + λογώ — первоначальное значение «прекрасное слово»
См. также в других словарях:
γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… … Dictionary of Greek
γονέων — γονάω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) γονεύς begetter masc gen pl γονέω̆ν , γονεύς begetter masc gen pl γονή offspring fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅς οὐκ ἀκούει τῶν γονέων, ἀκούει τῶν ὀρνέων. — См. Кто не слушает отца матери, послушается телячьей шкуры … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
εξώγαμο τέκνο — Το παιδί που δεν καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο, δηλαδή δεν γεννήθηκε εντός γάμου ή δεν γεννήθηκε εντός 300 ημερών από τη λύση του, προκειμένου να θεωρηθεί παιδί του συζύγου της μητέρας. Έτσι αποκαλείται και το παιδί εκείνο που… … Dictionary of Greek
πατρότητα — (Νομ.). Η ιδιότητα εκείνου που δημιούργησε: «η πατρότητα του συγγράμματος» και φυσικά το να είναι κάποιος πατέρας. Η π. πηγάζει είτε από φυσικούς λόγους είτε από τη νομική τάξη. Κατά το ρωμαϊκό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται η π. για τα παιδιά που… … Dictionary of Greek
Σο, Τζορτζ Μπέρναρντ — (Shaw, Δουβλίνο 1856 – Άγιοτ Σεντ Λόρενς, Χέρφορντσαϊρ 1950). Ιρλανδός κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός και μουσικός κριτικός και διηγηματογράφος. Μετά την εγκατάσταση του στο Λονδίνο το 1876, ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1884… … Dictionary of Greek
γονιός — και γονέας και γονής, ο (AM γονεύς) 1. ο πατέρας 2. συνήθως στον πληθ.) οι γονείς και γονιοί και γονέοι και γονικά α) πατέρας και μητέρα μαζί β) πρόγονοι νεοελλ. φρ. «πείνα και τών γονέων» πολύ μεγάλη πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *gon , ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
μιγάς — και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, άδος, ὁ και ἡ) αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ ὁμοῡ» Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιολ. ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά… … Dictionary of Greek