-
1 γοερός
γοερός (γόος), 1) klagend, jammernd; νόμον ἱεῖσα γοερόν Eur. Hel. 188; δάκρυα Phoen. 1567; μέλος Hec. 84; auch Sp. Prof., γοερὸν φϑέγγεσϑαι Luc. luct. 13; vgl. sacrif. 12. – 2) beklagenswerth, jämmerlich, Aesch. Ag. 1149. – Adv. γοερῶς, Schol. Aesch. Pers. 1049.
См. также в других словарях:
γοερῶς — γοερός mournful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερώς — γοερός mournful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολοφύρομαι — (Α) κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαι («πολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»] … Dictionary of Greek
ԱՇԽԱՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0259 Chronological Sequence: 6c մ. γοερῶς flebiliter Ողբական եւ ողորմ եղանակաւ. լալու կամ լաց շարժելու կերպով. *Զխանդաղատականն (վերծանել) թուլակի եւ աշխարապէս. Թր. քեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)