-
1 γοερός
γοερός (γόος), 1) klagend, jammernd; νόμον ἱεῖσα γοερόν Eur. Hel. 188; δάκρυα Phoen. 1567; μέλος Hec. 84; auch Sp. Prof., γοερὸν φϑέγγεσϑαι Luc. luct. 13; vgl. sacrif. 12. – 2) beklagenswerth, jämmerlich, Aesch. Ag. 1149. – Adv. γοερῶς, Schol. Aesch. Pers. 1049.
-
2 γοερός
-
3 γοήμων
-
4 γοηρός
См. также в других словарях:
γοερός — mournful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερός — ή, ό (AM γοερός και γοηρός, ά, όν) [γόος] με γόους, θρηνητικός αρχ. αξιοθρήνητος … Dictionary of Greek
γοερός — ή, ό επίρρ. ά θρηνητικός: Από μακριά ακουγόταν το γοερό κλάμα της χαροκαμένης μάνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοερά — γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοερά̱ , γοερός mournful fem nom/voc/acc dual γοερά̱ , γοερός mournful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερώτερον — γοερός mournful adverbial comp γοερός mournful masc acc comp sg γοερός mournful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερῶν — γοερός mournful fem gen pl γοερός mournful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερόν — γοερός mournful masc acc sg γοερός mournful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερώτατον — γοερός mournful masc acc superl sg γοερός mournful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοήμονα — γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοερός mournful masc/fem acc sg γοήμων neut nom/voc/acc pl γοήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοεραῖς — γοερός mournful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοεραί — γοερός mournful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)