-
1 γνώριμος
A well-known,γνώριμα λέγεις Pl.R. 558c
;φίλα τε καὶ συνήθη καὶ γ. Id.Lg. 798e
;λόγος γ. τινι D.3.23
; ὀνόματα γ. familiar, Arist.Po. 1451b20, Top. 149a18 ([comp] Sup.); opp. ἄγνωστον, ibid.; γ. ἡμῖν, opp. ἁπλῶς, Id.EN 1095b3: more freq. in [comp] Comp. -ώτερον, ἁπλῶς, opp. γ. ἡμῖν, Id.AP0.72a3, al.;- ώτερα τεκμήρια Iamb.Myst.5.13
.2 of persons,γνωριμώτερον ποιεῖν τινά τινι X.Cyr.5.5.28
.3 Subst., acquaintance,ἑταῖρος ἢ καὶ γ. ἄλλος Od.16.9
; less than φίλος, D.18.284;τοῖς οἰκείοις καὶ τοῖς γ. Pl.R. 343e
, cf. X.Mem.2.3.1, D.21.73, etc.II notable, distinguished, οἱ γνώριμοι the notables or wealthy class, X.HG2.2.6; opp. δῆμος, Arist.Pol. 1291b18, Plu. Nic.2, etc.: [comp] Sup.οἱ ἐν ταῖς πόλεσι -ώτατοι D.19.259
; less freq. of things, remarkable, Luc.Herm.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνώριμος
См. также в других словарях:
κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
νήστιμος — νήστιμος, ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, ον) αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. ιμος (πρβλ. γνώρ ιμος, κάρπ ιμος)] … Dictionary of Greek