Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γνωμολογίᾳ

См. также в других словарях:

  • γνωμολογία — γνωμολογίᾱ , γνωμολογία sententious style fem nom/voc/acc dual γνωμολογίᾱ , γνωμολογία sententious style fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογίᾳ — γνωμολογίαι , γνωμολογία sententious style fem nom/voc pl γνωμολογίᾱͅ , γνωμολογία sententious style fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογία — η (AM γνωμολογία) 1. συλλογή γνωμικών 2. λόγος με πολλά γνωμικά …   Dictionary of Greek

  • γνωμολογίας — γνωμολογίᾱς , γνωμολογία sententious style fem acc pl γνωμολογίᾱς , γνωμολογία sententious style fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογίαι — γνωμολογία sententious style fem nom/voc pl γνωμολογίᾱͅ , γνωμολογία sententious style fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογίαν — γνωμολογίᾱν , γνωμολογία sententious style fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογίαις — γνωμολογία sententious style fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμολογίη — γνωμολογία sententious style fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GNOME — Graece Γνώμη, Lat. Sementia Plurarch. ἀπ´φα???ις est καθολικὴ, περὶ τῶ κατα τὸν βίον, λόγῳ ???υντόμῳ, dictum generale et breve de re ad vitam pertinente. Quae cum personae alicui accommodarur, Νόημα, cum auctor additur, Χρεία dicitur. Illarum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • γνωμολογικός — ή, ό (AM γνωμολογικός, ή, όν) 1. ο σχετικός με τη γνωμολογία 2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»