-
1 γνωμολογία
γνωμο-λογία, ἡ,2 collection of maxims, Plu. Cat.Ma.2 (pl.), Suid. Θέογνις: pl., Plb.12.28.10, D.H.Dem.46, Plu. Fab.1, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμολογία
См. также в других словарях:
κρισιολογία — κρισιολογία, ἡ (Α) δικαστική διαδικασία, δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσις + λογία (< λογῶ < λόγος < λέγω), πρβλ. γνωμο λογία, δοξο λογία] … Dictionary of Greek