-
1 γνωμολογικος
-
2 γνωμολογικός
γνωμολογικόςsententious: masc nom sg -
3 γνωμολογικός
η, ό[ν] любящий изречения, сентенции, максимы -
4 γνωμολογικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμολογικός
-
5 γνωμολογικός
-
6 γνωμολογικά
γνωμολογικόςsententious: neut nom /voc /acc plγνωμολογικά̱, γνωμολογικόςsententious: fem nom /voc /acc dualγνωμολογικά̱, γνωμολογικόςsententious: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 γνωμολογικόν
γνωμολογικόςsententious: masc acc sgγνωμολογικόςsententious: neut nom /voc /acc sg -
8 γνωμο-τυπικός
γνωμο-τυπικός, komisch für γνωμολογικός, Ar. Equ. 1376.
-
9 γνωμολογική
-
10 γνωμολογικῇ
-
11 γνωμολογικής
-
12 γνωμολογικῆς
-
13 γνωμολογικώς
-
14 γνωμολογικῶς
-
15 γνωμολογικάς
γνωμολογικά̱ς, γνωμολογικόςsententious: fem acc pl
См. также в других словарях:
γνωμολογικός — sententious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογικός — ή, ό (AM γνωμολογικός, ή, όν) 1. ο σχετικός με τη γνωμολογία 2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά … Dictionary of Greek
γνωμολογικά — γνωμολογικός sententious neut nom/voc/acc pl γνωμολογικά̱ , γνωμολογικός sententious fem nom/voc/acc dual γνωμολογικά̱ , γνωμολογικός sententious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογικόν — γνωμολογικός sententious masc acc sg γνωμολογικός sententious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογικῆς — γνωμολογικός sententious fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογικῇ — γνωμολογικός sententious fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογικῶς — γνωμολογικός sententious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμολογικάς — γνωμολογικά̱ς , γνωμολογικός sententious fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)