Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γνίφων

См. также в других словарях:

  • Γνίφων — Γνίφων, ο (Α) φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Γνίφων πιθ. < Κνίφων, ανθρωπωνύμιο παρωνύμιο (πρβλ. γναφεύς κναφεύς, γνάπτω κνάπτω) < κνιπός «φιλάργυρος» (πρβλ. κνίψ, κνιπός), ενώ κατ άλλους πρόκειται για αρχικό τ. που ανάγεται σε ρίζα *gn bh και… …   Dictionary of Greek

  • Γνίφων — niggard masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γνίφωνα — Γνίφων niggard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γνίφωνας — Γνίφων niggard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γνίφωνες — Γνίφων niggard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γνίφωνος — Γνίφων niggard masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • gen- —     gen     English meaning: to pinch, pluck, press, etc..     Deutsche Übersetzung: as basis for extensions der meaning “zusammendrũcken, kneifen, zusammenknicken; Zusammengedrũcktes, Geballtes”     Note: (Persson Beitr. 88 f.); therefrom are… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»