Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γνήσιος

См. также в других словарях:

  • γνήσιος — belonging to the race masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνήσιος — α, ο (AM γνήσιος, α, ον) 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο 2. (για γένος, γενιά) ανόθευτος, αγνός 3. (για αδέλφια) που είναι από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα 4. αληθινός, πραγματικός 5. ανόθευτος 6. το ουδ. ως ουσ. γνήσιο …   Dictionary of Greek

  • γνήσιος — α, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), ο νόμιμος, όχι νόθος: Δεν έχειγνήσια αδέρφια. 2. (για πράγματα), πραγματικός, αυθεντικός, ανόθευτος, αγνός: Μου δώρισε ένα ζευγάρι παπούτσια από γνήσιο δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνησιώτερον — γνήσιος belonging to the race adverbial comp γνήσιος belonging to the race masc acc comp sg γνήσιος belonging to the race neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιωτάτων — γνήσιος belonging to the race fem gen superl pl γνήσιος belonging to the race masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιωτέραις — γνήσιος belonging to the race fem dat comp pl γνησιωτέρᾱͅς , γνήσιος belonging to the race fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιωτέρων — γνήσιος belonging to the race fem gen comp pl γνήσιος belonging to the race masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιώτατα — γνήσιος belonging to the race adverbial superl γνήσιος belonging to the race neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησιώτατον — γνήσιος belonging to the race masc acc superl sg γνήσιος belonging to the race neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησίων — γνήσιος belonging to the race fem gen pl γνήσιος belonging to the race masc/neut gen pl γνησιόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γνησιόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνησίως — γνήσιος belonging to the race adverbial γνήσιος belonging to the race masc acc pl (doric) γνησιόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»