-
1 σπαταλός
-
2 γνήσιος
γνήσιος ( γένος, für γενέσιος), zum Geschlecht gehörig, ehelich erzeugt, vollbürtig; Hom. zweimal: Iliad. 11, 102 Ἶσόν τε καὶ Ἄντιφον, υἷε δύω Πριάμοιο, νόϑον καὶ γνήσιον, ἄμφω εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας. ὁ μὲν νόϑος ἡνιόχευεν, Ἄντιφος αὖ παρέβασκε περικλυτός, vgl. Scholl. Nicanor.; Odyss. 14, 202 ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχομαι εὐρειάων, ἀνέρος ἀφνειοῖο πάις· πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι υἱέες ἐν μεγάρῳ ἠμὲν τράφεν ἠδ' ἐγένοντο γνήσιοι ἐξ ἀλόχου (v. l. ἀλόχων Scholl.) ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰϑαιγενέεσσιν ἐτίμα Κάστωρ Ὑλακίδης, τοῦ ἐγὼ γένος (v. l. πάϊς Scholl.) εὔχομαι εἶναι. – Folgende: Eur. Androm. 639; Ar. Av. 1664 u. oft in Prosa, wo Dem. 44, 49 noch die Bestimmung γόνῳ γεγονότες hinzufügt, zum Unterschied von den Adoptivkindern. Auch ἀδελφός, Ar. Av. 1664; übh. = verwandt; γνήσια Agath. 68 (XI, 352); – rechtmäßig; γυναῖκες, den παλλακίδες entgegengesetzt; Xen. Cyr. 4, 3, 1; νυμφεύματα Eur. Andr. 193; μήτηρ Luc. Amor. 19. – Uebertr., ächt, unverfälscht, was so ist, wie es seinem Wesen nach sein muß; ἀρεταί Pind. Ol. 2, 12; καὶ αὐτόχϑων ἀρετή Lys. 2, 43; καὶ ἄδολος φύσις Philem. Stob. flor. 9, 22; ἀετός Arist. H. A. 9, 32; ὕδωρ, Wasser im natürlichen Zustande, Ael. H. A. 14, 26; ῥεῖϑρον, der eigentliche Fluß, Dion. Hal. 1, 79. – Adv. γνησίως, rechtmäßig, ächt; γνησίως ἐφικέσϑαι ἀρετῆς Isocr. 1, 5; τὰ ἀπὸ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως, edel, Men. Stob. flor. 108, 45.
См. также в других словарях:
παλλακίδες — παλλακίς concubine fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
εκπαλλακίδιοι — ἐκπαλλακίδιοι, οι (Α) γεννημένοι από παλλακίδες, νόθοι … Dictionary of Greek
οδαλίσκη — Δούλα που υπηρετούσε στην Τουρκία τις χανούμισες στο τραπέζι και στα δωμάτιά τους, δηλαδή στον οντά. Οι Ευρωπαίοι συγγραφείς όμως ταύτισαν τις ο. με τις παλλακίδες των σουλτάνων και των πασάδων. Και στην πραγματικότητα συνέβαινε συχνά οι πασάδες… … Dictionary of Greek
παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… … Dictionary of Greek
παλλακισμός — παλλακισμός, ὁ (Μ) παλλακεία, το να έχει κανείς παλλακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλλακή + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
παρατρέφω — ΝΜΑ νεοελλ. τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ μσν. αρχ. 1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.) β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε… … Dictionary of Greek
τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek