-
81 стиль
I.(совокупность признаков, приёмов, манер) о ρυθμόςο τρόποςτο ύφος, η τεχνοτροπία, το στυλразговорный - лингв. η καθομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική (γλώσσα)II.(способ летоисчисления) το σύστημα μέτρησης του χρόνουстарый - (юлианский календарь) το Ιουλιανό ημερολόγιο, το παλαιό ημερολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиль
-
82 английский
английский αγγλικός, εγγλέ ζικος; \английский язык η αγγλική γλώσσα, τα αγγλικά* * *αγγλικός, εγγλέζικοςангли́йский язы́к — η αγγλική γλώσσα, τα αγγλικά
-
83 владеть
владеть 1) κατέχω 2) (ка ким-л. языком) ξέρω· κατέχω' я \владетью греческим языком ξέρω ελληνικά· каким языком вы \владетьете? ποια γλώσσα μιλάτε;* * *1) κατέχω2) (каким-л. языком) ξέρω; κατέχωя владе́ю гре́ческим языко́м — ξέρω ελληνικά
каки́м языко́м вы владе́ете? — ποια γλώσσα μιλάτε
-
84 государственный
государственный κρατικός \государственный строй το κρατικό σύστημα \государственныйая граница τα κρατικά σύνορα \государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους* * *госуда́рственный строй — το κρατικό σύστημα
госуда́рственная грани́ца — τα κρατικά σύνορα
госуда́рственный язы́к — η επίσημη γλώσσα του κράτους
-
85 греческий
греческий ελληνικός \греческий язык η ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά \греческий писатель о Έλληνας συγγραφέας* * *гре́ческий язы́к — η ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά
гре́ческий писа́тель — ο Έλληνας συγγραφέας
-
86 иностранный
иностранный ξένος; εξωτερι κός; \иностранный язык η ξένη γλώσσα* * *ξένος; εξωτερικόςиностра́нный язы́к — η ξένη γλώσσα
-
87 литературный
литературный λογοτεχνικός·\литературный язык η λογοτεχνική γλώσσα* * *литерату́рный язы́к — η λογοτεχνική γλώσσα
-
88 немецкий
немецкий γερμανικός· \немецкий язык η γερμανική γλώσσα, τα γερμανικά* * *неме́цкий язы́к — η γερμανική γλώσσα, τα γερμανικά
-
89 овладевать
овладевать, овладеть 1) (захватывать) κυριεύω, καταχτώ 2) (усваивать) κατέχω· \овладевать греческим языком μαθαίνω την ελληνική γλώσσα* * *= овладеть1) ( захватывать) κυριεύω, καταχτώ2) ( усваивать) κατέχωовладева́ть гре́ческим языко́м — μαθαίνω την ελληνική γλώσσα
-
90 родной
родной 1. \родной брат о αδερφός* \родной язык η μητρική γλώσσα· \родной город η γενέτειρα πόλη 2. мн.: \роднойые οι συγγενείς* * *1.родно́й брат — ο αδερφός
родно́й язы́к — η μητρική γλώσσα
2. мн.родно́й го́род — η γενέτειρα πόλη
родны́е — οι συγγενείς
-
91 русский
-
92 совершенство
совершенство с η τελειότητα, η εντέλεια, η αρτιότητα; в \совершенствое στην εντέλεια· в \совершенствое владеть иностранным языком κατέχω τέλεια την ξένη γλώσσα* * *сη τελειότητα, η εντέλεια, η αρτιότηταв соверше́нстве — στην εντέλεια
в соверше́нстве владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω τέλεια την ξένη γλώσσα
-
93 французский
французский γαλλικός; \французскийязык η γαλλική γλώσσα, τα γαλλικά* * *францу́зский язы́к — η γαλλική γλώσσα, τα γαλλικά
-
94 длинный
дли́нн||ыйприл μακρύς, μακρός:(человек) с \длинныйыми руками ὁ μακροχέρης, ὁ μακρόχειρ· ◊ у него́ \длинный язык разг ἐχει μακριά γλώσσα, σοδ εἶναι μιά γλώσσα. -
95 праязык
праязыкм лингв. ἡ προπατορική γλώσσα, γλώσσα τών προγόνων. -
96 просторечие
просторечиес лингв. ἡ δημώδης γλώσσα, ἡ ἀπλή λαϊκή γλώσσα. -
97 развязывать
развязыватьнесов1. (что-л.) λύ(ν)ω, ζετυλίγω, ξεδένω:\развязывать ленту λύνω τήν κορδέλλα· \развязывать пакет ζετυλίγω τό δέμα·2. (освобождать) ἐλευθερώνω:\развязывать ру́ки кому́-л. прям., перен λύνω τα χέρια κάποιου· ◊ \развязывать войну́ ἐξαπολύω πόλεμο· \развязывать язык λύ(ν)ω τήν γλώσσα \развязываться1. λύομαι, ξεδένομαι·2. перен (освобождаться от кого-л., чего-л.) разг ἐλευθερώνομαι· ◊ у него язык развязался разг λύθηκε ἡ γλώσσα του. -
98 речь
речьж1. (способность говорить) ὁ λόγος, ἡ μιλιά:органы речи τά ὀργανα του λόγου· дар речи ἡ εὐγλωττία, τό χάρισμα τοῦ λόγου· потерять дар речи χάνω τή λαλιά μου, βουβαίνομαν владеть речью ξέρω νά μιλώ, ἔχω τό λέγειν2. (язык) ἡ γλώσσα:изысканная \речь ἡ περίτεχνη γλώσσα· устная \речь ὁ προφορικός λόγος·3. (разговор, беседа) ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἡ κουβέντα:\речь идет о том, чтобы... λέμε ὀτι..., ἡ συζήτηση γίνεται γιά...· заводить \речь (о чем-л.) ἀνοίγω κουβέντα· об этом не может быть и речи ὁϋτε λόγος νά γίνεται·4. (выступление) ἡ ὀμιλία, ὁ λόγος, ἡ ἀγό-ρευση [-ις] / ἡ προσφώνηση [-ις] (в торжественных случаях). -
99 типун
типу́нм (болезнь птиц) ἡ κόρυζα, ἡ πεπίτα, ἡ τσίφνα· ◊ \типун тебе на язык! δάγκασε τή γλώσσα σου!, νά φδςτή γλώσσα σου! -
100 эзопов
эзопов, эзоповскийприл αίσώπειος, τοῦ Αίσωπου:\эзопов язык ἡ γλώσσα τοῦ Αίσωπου, ἡ αίσώπειος γλώσσα.
См. также в других словарях:
γλώσσα — γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc/acc dual γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc/acc dual (ionic) γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσᾳ — γλώσσᾱͅ , γλῶσσα tongue fem dat sg (doric aeolic) γλώσσᾱͅ , γλῶσσα tongue fem dat sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλῶσσα — tongue fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
γλώσσα — η 1. όργανο των ανθρώπων και των ζώων που βρίσκεται στο εσωτερικό του στόματος και χρησιμεύει στο μάσημα και στην κατάποση της τροφής καθώς και στην άρθρωση του λόγου, το αισθητήριο όργανο της γεύσης: Στέγνωσε η γλώσσα μου. 2. μτφ., αυτό που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γλῶσσα πῆ πορεύῃ; πόλιν ὀρθώσουσα καὶ πάλιν ἀναστρέψουσα. — γλῶσσα πῆ πορεύῃ; πόλιν ὀρθώσουσα καὶ πάλιν ἀναστρέψουσα. См. Язык до Киева доведет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γλωσσᾷ — γλωσσός talking fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαμική γλώσσα — Γλώσσα της Ταϊλάνδης, που ανήκει στην υποομάδα τάι της σινοθιβετανικής ομογλωσσίας (σινο θιβετανικές γλώσσες) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
βρετονική γλώσσα — Η γλώσσα των Βρετόνων κατοίκων της γαλλικής επαρχίας της Βρετάνης. Ανήκει στην κελτική ομάδα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών. Τη β.γ. μιλούν σήμερα περίπου ένα εκατομμύριο άτομα, κυρίως αγρότες και ναυτικοί. Επίσημη όμως γλώσσα είναι η… … Dictionary of Greek
παλική γλώσσα — Παλαιά ινδοάρεια γλώσσα που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από τους βουδιστές του Νότου. Είναι μία από τις παλαιότερες λαϊκές διαλέκτους της Ινδίας, σύγχρονη και συγγενής της κλασικής σανσκριτικής. Γράφεται με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες… … Dictionary of Greek