-
1 γλαμυρός
A blear-eyed,ὁφθαλμοί Hp.Mul.2.116
, 119; prov., ἐν τυφλῶν πόλεϊ γ. βασιλεύει 'dans le royaume des aveugles le borgne est roi', Sch.Il.24.192.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαμυρός
-
2 γλαμυρός
γλαμυρός, dasselbe, Hippocr.; Schol. Il. 24, 192.
-
3 γλαμυρός
γλαμυρόςblear-eyed: masc nom sg -
4 γλαμυρός
γλάμυξος u. γλαμυρός u. γλαμ-ώδης u. γλάμων, triefäugig -
5 γλαμυρόν
γλαμυρόςblear-eyed: masc acc sgγλαμυρόςblear-eyed: neut nom /voc /acc sg -
6 γλαμυροί
γλαμυρόςblear-eyed: masc nom /voc pl -
7 γλαμυρούς
γλαμυρόςblear-eyed: masc acc pl -
8 γλάμων
γλάμων, - ωνοςGrammatical information: adj.Meaning: `blear-eyed' (Com.)Other forms: Same meaning γλαμυρός (Hp.). From γλάμος μύξα H. after - υρός ( φλεγυρός, Chantr. 231). Denomin. γλαμάω (Poll.) = λημιάω (which LSJ does not give), γλάμυξος = γλαμυρός with γλαμυξιάω (EM), for γλα[μο]-μυξος? - γλημώδης = γλαμυρός (Gal.) after λημώδης?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Very doubtful is the comparison with Lith. glẽmės, gléimės pl. `slime' (not here Eng. clammy `be sticky'); and Alb. ngĺomë `humid, fresh' (Pok. 361). The word may be Pre-Greek. - From Greek Lat. glamae = gramiae `viscous humour that collects in the corners of the eyes'.Page in Frisk: 1,309-310Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλάμων
-
9 γλαμώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαμώδης
-
10 γλάμων
-
11 γλημώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλημώδης
-
12 ὑπόδακρυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόδακρυς
-
13 γλάμυξος
γλάμυξος u. γλαμυρός u. γλαμ-ώδης u. γλάμων, triefäugig -
14 γλαμώδης
γλάμυξος u. γλαμυρός u. γλαμ-ώδης u. γλάμων, triefäugig -
15 γλάμων
γλάμυξος u. γλαμυρός u. γλαμ-ώδης u. γλάμων, triefäugig
См. также в других словарях:
γλαμυρός — γλαμυρός, ά, όν (Α) τσιμπλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος διαλεκτικός τ. τού γλάμων* σε υρός (πρβλ. γλαφυρός, λιγυρός, φλεγυρός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γλαμυρός — blear eyed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐν τυφλῶν πόλει γλαμυρὸς ἐμβασιλεύει. — См. В слепом царстве кривой царь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γλαμυρόν — γλαμυρός blear eyed masc acc sg γλαμυρός blear eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαμυροί — γλαμυρός blear eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαμυρούς — γλαμυρός blear eyed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάμων — γλάμων, ον (Α) ο γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός* και γλαμώδης*) προήλθε από τη γλώσσα τού Ησύχ. «γλάμος μύξα», κατά τα επίθετα σε ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης… … Dictionary of Greek
γλαμώδης — γλαμώδης, ες (Α) ο γλαμυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών γλαμυρός*, γλάμων* σε ώδης] … Dictionary of Greek
В слепом царстве кривой — царь — Въ слѣпомъ царствѣ кривой царь. Промежъ слѣпыхъ кривой первый вождь. Ср. Unter den Blinden ist der einäugige König. Пер. A one eyed man is a king among the blind. Пер. Au pays des aveugles les borgnes sont rois. Пер. In terra di ciechi beato chi… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
γλημώδης — γλημώδης, ες (Α) γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το γλημώδης (με εκτεταμένη βαθμίδα θέματος) αποτελεί παράλληλο τ. τού γλᾰμ υρός* και σχηματίστηκε από συμφυρμό με το λημώδης «τσιμπλιάρης»] … Dictionary of Greek