-
1 ψευδο-γλωττέω
ψευδο-γλωττέω, = ψευδολογέω, Phryn. in B. A. 73.
-
2 εὐ-γλωττέω
εὐ-γλωττέω, eine geläufige Zunge haben, fertig reden, Sp.
-
3 ἀ-θυρο-γλωττέω
ἀ-θυρο-γλωττέω, frech reden, Κ. S., wie
-
4 ἀ-θυρο-στομέω
ἀ-θυρο-στομέω, Thom. Mag., für - γλωττέω, wie
-
5 ὁμο-γλωσσέω
ὁμο-γλωσσέω, att. - γλωττέω, dieselbe, einerlei Sprache reden, D. Cass. 41, 58.
-
6 ψευδογλωττέω
A = ψευδολογέω, Phryn.PSp.127B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδογλωττέω
-
7 ἀθυρογλωττέω
ἀ-θυρο-γλωττέω, frech reden. -
8 εὐγλωττέω
εὐ-γλωττέω, u. εὐ-γλωττίζω, eine geläufige Zunge haben, fertig reden
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий