1 γλωσσίτις
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλωσσίτις
2 γλωσσίτης
τον επιασε ο γλωσσίτης — он начал болтать, его понесло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλωσσίτης