-
1 γλυφίδες
γλυφίςnotched end: fem nom /voc pl -
2 γλυφίς
γλυφ-ίς, ίδος, ἡ, in early writers always pl. γλυφίδες (but sg., opp. ἀκίς, of the constellation Sagitta, Hipparch.2.5.12),A notched end of the arrow,ἕλκε δ' ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα Il. 4.122
;ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε Od.21.419
;γλυφίδες μέσσῃ ἐγκάτθετο νευρῇ A.R.3.282
; but perh. of notches or grooves for the fingers,παρὰ τὰς γλυφίδας περιειλίξαντες καὶ πτερώδαντες τὸ βυβλίον Hdt.8.128
, cf. Aen.Tact.31.26; τόξων πτερωταὶ γλυφίδες, poet. for the arrow itself, E.Or. 274, cf. AP5.57 (Arch., sg.): also in pl., notches in the arrow-head, Paul.Aeg.6.88.II pen-knife, AP6.62 (Phil.), 64 (Paul. Sil., pl.).III in Architecture, capitals of columns,θριγκὸς.. λαΐνεος χαλκέῃσιν ἐπὶ γλυφίδεσσιν ἀρήρει A.R.3.218
, cf. Sch. adloc., EM235.13.IV in pl., = θαλάμαι, Hsch. -
3 γλυφις
-
4 εξορμαω
1) двигать, отправлять(ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν Aesch.)
ῥεῦμα στρατοῦ ἐ. Eur. — двигать стремительное войско, т.е. стремительно двигаться с войском;πάλιν ἐ. Eur. — повернуть (направить) обратно;ἐ. τέν ναῦν Thuc. — приводить в движение корабль;ἐ. τὸν πόδα Arph. — отправиться, тронуться;pass. — устремляться:γλυφίδες τόξων ἐξορμώμεναι Eur. — стрелы, слетающие с луков;ἐ. πρὸς ἔργον Eur. — приняться за дело2) побуждать, поощрять(τινα ἐπὴ τέν ἀρετήν Xen.)
3) возбуждать, подстрекать(εἰς Εὔβοιαν τοὺς Ἀθηναίους Plut.)
4) устремляться, отправлятьсяμέ σε λάθῃσιν κεῖσ΄ ἐξορμήσασα (sc. νηῦς) Hom. — чтобы не ускользнул от тебя сюда устремившийся корабль;
δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ Xen. — сюда мы отправились пешком;ἐ. χθονός Eur. — покинуть страну;κλῄθρων ἐ. Eur. — уходить из дому5) прорываться наружу, обостряться(ἥ νόσος ἐξώρμηκεν Soph.)
-
5 χηλή
2 of oxen and the like , cloven hoof,χηλαὶ ποδῶν Id.Ba. 619
(troch.), cf. A.R.2.667; , cf. PA 655b4, 663a29; of Chimaera, E.El. 474 (lyr.).3 crab's claw, Arist.HA 527b5, PA 684a27;ὅ τι ἂν λάβῃ, προσάγεται πρὸς τὸ στόμα τῇ δικρόᾳ χηλῇ καθάπερ οἱ καρκίνοι Id.HA 590b25
: hence,b Astron., Χηλαί, αἱ, the claws of the Scorpion, i.e. the constellation Libra, Arat.89, 232, al., Ptol.Tetr.24, etc.4 poet. pl., talons of a bird, A.Pers. 208, S.Ant. 1003, E. Ion 1208; of the Sphinx, Id.Ph. 808 (lyr.), 1025 (lyr.); of a wolf's claws, Theoc.Ep.6.4, cf. E.Hec.90 (lyr., expld. by Hsch. = γνάθος).II breakwater, formed of stones laid at the base of a sea-wall, mostly in pl., Th.1.63 (ubi v. Sch.), 7.53, X.An.7.1.17;αἱ χ. τοῦ λιμένος D.S.13.78
, cf. D.C.74.10; sg., D.S. 3.44;ἐπαιγιαλῖτις χ. AP10.8
(Arch.).2 spur of a mountain or ridge of rocks answering a like purpose,χ. γὰρ τοῦ Πειραιῶς ἡ Ἠετιωνεια Th.8.90
, cf. Plu.Sol.9, Anon. ap. Suid. s.v. χ. ὄρους.1 in surgery, forked probe, Hp.Morb. 2.33.2 notch of an arrow, Hero Bel.111.1, Hsch. s.v. γλυφίδες; but also (pl.) the claws composing the hook ([etym.] χείρ), Hero ib.2; also the claws or arms of the σκορπίος v, Vitr.10.10.4, 10.11.7.3 rims of the eyelids, Ruf.Onom.20.5 net, plait, Hsch. s.v. χηλευτὰ κράνη. -
6 ἐξορμάω
A send forth, send to war, A.Pers.46, E.IT 1437; πάλιν ἐ. bring quickly back, Id.IA 151 codd. (anap.); ἐ. τὴν ναῦν start the ship, set it agoing, Th.7.14;κοῦφον ἐ. πόδα Ar.Th. 659
:—[voice] Pass., set out, start, Hdt.9.51, etc.;πρὸς ἔργον E.Or. 1240
; ; of arrows, dart from the bow, , cf. A.Eu. 182; move rapidly, rush, S.OC30;τὸ κεῖσε δεῦρό τ' ἐ. Id.Tr. 929
.II intr., like [voice] Pass., set out, start, esp. in haste, μή σε λάθῃσιν κεῖσ' ἐξορμήσασα (sc. νηῦς) Od.12.221;δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ X.An.5.7.17
: c. gen., set out from, , etc.: metaph., break out, ἤνθηκεν, ἐξώρμηκεν [ ἡ νόσος] S. Tr. 1089.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξορμάω
-
7 ὀιστός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀιστός
См. также в других словарях:
γλυφίδες — γλυφίς notched end fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζιλαίος ή αζίλιος — Προϊστορικός πολιτισμός της ενδιάμεσης περιόδου (μεσολιθικής εποχής), μεταξύ παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παρουσία ιδιόμορφων επίπεδων εργαλείων από κέρατο ελαφιού και ζωγραφισμένων χαρακτηριστικά με ώχρα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αργοστολίου — Το κτίριο όπου στεγάζονται τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της Κεφαλλονιάς θεμελιώθηκε το 1957 (Βεργώτη 6), αντικαθιστώντας το παλαιότερο κτίριο, που είχε καταστραφεί από το μεγάλο σεισμό του 1953. Ανακαινίστηκε πλήρως το 1999. Η… … Dictionary of Greek